Γαλαζωπό μάρμαρο.
Αετωματική επίστεψη με ακρωτήρια και σπασμένη σφαίρα άνω. Το ανώτερο τμήμα της όψης είναι βαθύτερα λαξευμένο, ίσως λόγω παλαιότερης επιγραφής που αποξέστηκε, ίσως διαμορφώνοντας χώρο για τη χάραξη περισσότερων ονομάτων μελλοντικά, ή ως πεδίο για την υποδοχή γραπτής παράστασης.
Επίγραμμα δύο ελεγειακών διστίχων σε τέσσερις στίχους στο μέσο περίπου της πρόσθιας όψης της στήλης.
Ed. pr. Edson 1949, nr. 1. Robinson 1938, 43 n. 1 (αναφορά). BÉ (1950): 168-169, nr. 133. Robinson 1953, 149-156 (επανέκδοση) (=SEG 12: 340). GVI 1063. BÉ 1956, 153. Vérilhac 1978, nr. 30. Oikonomides 1982, 15 (=SEG 32, 646). Τζανής 1997, 282 αρ. 1.
Α̣ἰακίδης γένος εἰμί, Νεοπτόλεμος δὲ πατήρ μου, οὔνομα δ’ Ἀλκίμαχος, τῶν ἀπ’ Ὀλυνπιάδος. Ṇηπίαχον δέ με μοῖρα καὶ ἀνδράσιν εἷσα φρονοῦντα τὸν τριετῆ τύνβῳ τῷδ’ ὑπέθηκε νέκυν.
Στ. 3: νηπίαχον δέ με μοῖρα καὶ ἀνδράσιν εἷσ’ ἀφρονοῦντα, Robinson (1953), o οποίος θεωρεί την ανάγνωση του Edson παράλογη νοηματικά και επιπλέον βρίσκει αντίστοιχες εκφράσεις (ἀνδράσιν εἷσα φρονοῦντα = ίσης νοημοσύνης με τους άνδρες) χρησιμοποιούμενες αποκλειστικά για ενήλικες, ενώ η έκφραση ἀνδράσιν εἷσ’ ἀφρονοῦντα, κάνοντας χρήση του σπάνιου ομηρικού ρήματος ἵζω (= θέτω), βρίσκει παράλληλα στον Όμηρο (Ιλ. 15.104, Οδ. 20.209-210). ἄνδρα σινεῖσα φρονούντα, Oikonomides (Pleket, SEG: σχεδόν απίθανο). Ο Pleket συμφωνεί με την ανάγνωση του Edson. Στ. 4: το Δ χαραγμένο επί ενός Θ.
Όπως μαρτυρείται και από άλλα επιγράμματα από τα νεκροταφεία της Πύδνας, στην πόλη θα πρέπει να ήταν εγκατεστημένα αρκετά μέλη της οικογένειας των Αιακιδών, και πιθανότατα για τον λόγο αυτό η Ολυμπιάδα επέλεξε να καταφύγει εκεί, όπου και πολιορκήθηκε από τον Κάσσανδρο το 317 π.Χ.