ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ελληνική Επιγραφική περιλαμβάνει τις ελληνικές επιγραφές από τις αρχές της εμφάνισης της αλφαβητικής γραφής, τον 8ο αιώνα π.Χ., μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο Robert[1] χαρακτηρίζει τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο ως «πολιτισμό της επιγραφικής». Οι αρχαίες πόλεις, τα ιερά, οι ναοί, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με επιγραφές κάθε είδους: χιλιάδες στήλες, βάθρα αγαλμάτων, επιτύμβιες επιγραφές, σαρκοφάγοι, οδοδείκτες, αναθήματα σε ιερά, για να απαριθμήσουμε ένα μέρος από τις επιγραφές που ήταν εκτεθειμένες σε κοινή θέα. Ο McLean[2] επισημαίνει ότι στην εποχή τους οι επιγραφές ήταν «εργαλείο διαμόρφωσης της κοινωνίας», καθώς τα επιγραφικά κείμενα σε δημόσια θέα διαδραμάτιζαν ουσιαστικό και ενεργό ρόλο στην πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή των ανθρώπων, μέσα από τη δημοσιοποίηση των νόμων, την ισχυροποίηση των αρχόντων ή την προβολή και προστασία των προνομίων μιας κοινωνικής τάξης.

Οι σωζόμενες σήμερα ελληνικές και λατινικές επιγραφές υπολογίζονται περίπου σε μισό εκατομμύριο και αποτελούν ελάχιστο μόνο μέρος των επιγραφών της αρχαιότητας[3]. Βέβαια, στην πραγματικότητα ο αριθμός των σωζόμενων επιγραφών δεν είναι δυνατόν να καταμετρηθεί με ακρίβεια, αφού προστίθενται διαρκώς νέα επιγραφικά ευρήματα κυρίως από ανασκαφές, ενώ ταυτόχρονα, λόγω του ανεπαρκούς προσωπικού, δεν υπάρχουν λεπτομερείς καταγραφές όλων των επιγραφικών ευρημάτων, ιδιαίτερα αυτών που χαράχθηκαν σε κινητά ευρήματα, όπως π.χ. τα χαράγματα σε αγγεία. Η πλειονότητα των επιγραφών έχει καταστραφεί λόγω καιρικών συνθηκών, φυσικών φαινομένων, πολέμων και βανδαλισμών. Ήδη από την αρχαιότητα αλλά και σε νεότερες περιόδους, οι λίθινες επιγραφές επαναχρησιμοποιούνταν ως δομικό υλικό, γεγονός που επέτρεψε σε ορισμένες περιπτώσεις και τη διάσωσή τους, ή καταστρέφονταν για την παραγωγή κονιάματος. Επίσης, τα κεραμικά ήταν αναλώσιμα χρηστικά είδη και συχνά απορρίπτονταν, ενώ πολλά μεταλλικά αντικείμενα πέρασαν από τη διαδικασία της τήξης, για να ξαναχρησιμοποιηθεί το μέταλλό τους. Επομένως, η συνεχής ανθρώπινη δραστηριότητα και το γεγονός ότι σήμερα οι περισσότερες επιγραφές δεν βρίσκονται πια στην αρχική τους θέση αλλά είτε εκτίθενται είτε φυλάσσονται σε κάποιο μουσείο είτε είναι εντοιχισμένες δεν επιτρέπουν την αναπαράσταση της πραγματικής εικόνας του επιγραφικού πολιτισμού της αρχαιότητας.

Η επιβίωση των επιγραφών μέχρι σήμερα οφείλεται κυρίως στο ότι ήταν γραμμένες σε αντικείμενα, τα οποία άντεξαν στη φθορά του χρόνου, ενώ πλήθος άλλων γραπτών κειμένων σε φθαρτά υλικά χάθηκε οριστικά. Αυτή ακριβώς η απώλεια κάθε άλλου αρχειακού υλικού, εκτός από ορισμένες περιοχές, όπως η Αίγυπτος από την οποία προέρχεται η συντριπτική πλειονότητα των παπυρικών κειμένων, επιβεβαιώνουν την αξία και τη μοναδικότητα των επιγραφών για τη μελέτη του αρχαίου κόσμου. Επιπλέον, τα ελάχιστα γραπτά, λογοτεχνικά ή άλλα, κείμενα σώζονται διαμεσολαβημένα μέσα από συνεχείς αντιγραφές και δεν προσφέρουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα της λογοτεχνικής παραγωγής, καθώς το ποιο κείμενο θα αντιγραφόταν και ποιο όχι ήταν ήδη από την αρχαιότητα προϊόν επιλογής. Παρά το γεγονός ότι και οι σωζόμενες επιγραφές είναι τυχαία ευρήματα, εντούτοις, η απίστευτη ποικιλία, το πλήθος και η γεωγραφική διασπορά [13] των επιγραφικών ευρημάτων αναδεικνύουν πολλές πτυχές, άγνωστες από αλλού, της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής του αρχαίου κόσμου, οι οποίες συμπληρώνουν τα πολλά κενά που υπάρχουν στην πρόσληψη της αρχαιότητας αποκλειστικά και μόνο από τα σωζόμενα λογοτεχνικά έργα. Μέσω των επιγραφικών κειμένων αναδύεται η εικόνα της εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας σε ένα ευρύτατο χρονικό φάσμα δώδεκα περίπου αιώνων, κατά τους οποίους η αναγραφή σε πάσης φύσεως υλικά και αντικείμενα αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο ενός ολόκληρου πολιτισμού.

Οι επιγραφές, όπως και οι πάπυροι, παρέχουν πολύτιμο πρωτογενές αρχαίο γραπτό υλικό και αποτελούν ανεξάντλητη, διαρκώς ανανεούμενη πηγή πληροφοριών σε αντίθεση με άλλες γραπτές πηγές, οι οποίες παραμένουν οι ίδιες με ελάχιστες νεότερες προσθήκες [33]. Συνήθως, πρωταρχική αξία των επιγραφών θεωρείται η χρήση τους στη συγγραφή της ιστορίας, καθώς αποτελούν σημαντική και συχνά μοναδική ιστορική πηγή για τη μελέτη της αρχαιότητας. Για πολλές περιοχές και πόλεις του ελλαδικού χώρου δεν θα ήταν γνωστό τίποτα, αν δεν υπήρχαν τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι επιγραφές, καθώς, εκτός από την Αθήνα και τη Σπάρτη, πολύ λίγες λογοτεχνικές και ιστορικές μαρτυρίες υπάρχουν για άλλες ελληνικές πόλεις και μικρότερους οικισμούς. Νόμοι, ψηφίσματα, συνθήκες, συμμαχίες, κατάλογοι αρχόντων, ονόματα και διατάγματα αυτοκρατόρων δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την πολιτική και την οικονομία των αρχαίων ελληνικών πόλεων από τη σύσταση έως την παρακμή τους και προσφέρουν στον σύγχρονο ιστορικό την απαραίτητη τεκμηρίωση.

Οι επιγραφές δεν αποτελούν πηγή μόνο για την επίσημη πολιτική και οικονομική ιστορία αλλά και για την κοινωνία των καθημερινών ανθρώπων, καθώς αποκαλύπτουν την πίστη τους, τις προσδοκίες τους, τα συναισθήματά τους, και έτσι επιτρέπουν να αποκτήσουμε μια ιδέα για ένα πλήθος δημόσιων αλλά και ιδιωτικών δραστηριοτήτων τους. Επιγραφές επιτύμβιες, ιάσεις, αναθήματα στους θεούς, κατάρες, ιδιωτικές επιστολές, αστεϊσμοί [30], ερωτικά και άσεμνα χαράγματα [17a, 17b, 26, 27], εμπορικά σύμβολα προσφέρουν ανεκτίμητο υλικό για την κατανόηση του αρχαίου κόσμου όχι μόνο στην επίσημη έκφρασή του αλλά και στην ανεπίσημη, ιδιωτική, προσωπική καθημερινότητα. Στις επιγραφές δεν μνημονεύονται μόνο πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή μιας κοινωνικής ελίτ αλλά αποκτούν υπόσταση και καθημερινοί άνθρωποι, τεχνίτες, καλλιτέχνες, πιστοί, προσκυνητές, συμποσιαστές, πολεμιστές, έμποροι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά.

Η αμεσότητα των επιγραφών είναι μοναδική. Το χέρι του αρχαίου χαράκτη, τα ίχνη των εργαλείων που χρησιμοποίησε, η αισθητική του αντίληψη και η επιμέλεια που επέδειξε στη χάραξη, τα λάθη και οι διορθώσεις του αποκαλύπτουν την υλική διάσταση του γραπτού λόγου. Αλλά και το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στην επιγραφή  ̶ ο νικητής των αγώνων, ο αποστολέας μιας επιστολής ή ενός μηνύματος σε όστρακο, οι συγγενείς ενός νεκρού που παρήγγειλαν το επιτύμβιο επίγραμμα και προσκαλούν τον περαστικό να σταθεί και να το διαβάσει, ο πιστός που αναθέτει για να ευχαριστήσει τον θεό  ̶  όλοι αυτοί είναι υπαρκτά πρόσωπα της αρχαιότητας σε μια στιγμή της καθημερινότητάς τους. Ακόμα και τα πρόχειρα ανορθόγραφα χαράγματα σε βράχους αποκαλύπτουν την προσωπική διάσταση ενός πολιτισμού: το μήνυμα προς κάποιον, την επίδειξη του αλφαβητισμού, το προσκύνημα σε έναν ιερό χώρο κ.ο.κ. Όλες οι επιγραφές, από τα επίσημα νομικά και ιερά κείμενα ως τα πρόχειρα ιδιωτικά χαράγματα, έχουν μοναδική αξία, γιατί αποτελούν ψηφίδες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Το παλίμψηστο των επιγραφών που συχνά συναντά κάποιος στον ίδιο χώρο, σ’ ένα ιερό, στα τείχη μιας πόλης, σ’ ένα αρχαίο νεκροταφείο, μαρτυρεί την αδιάσπαστη χρονική συνέχεια των επιγραφικών συνηθειών και την εξέλιξή τους ανά τους αιώνες.

Οι επιγραφές αποτελούν επίσης ιδιαίτερα σημαντική πηγή για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και των διαλέκτων της σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Σώζουν μοναδικά διαλεκτικά στοιχεία για την προφορά από περιοχή σε περιοχή, τις ιδιαιτερότητες και την εξέλιξη των τοπικών διαλέκτων. Επίσης, αποκαλύπτουν όχι μόνο την επίσημη γλώσσα των δημοσίων κειμένων αλλά και τη «δημώδη», όπως αυτή εμφανίζεται σε απλά και πρόχειρα κείμενα της καθημερινότητας. Η συνεισφορά των επιγραφών είναι σημαντική και για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Πολλές έμμετρες επιγραφές, τα επιγράμματα, ακολουθούν ποιητικά πρότυπα και προσφέρουν επιπλέον στοιχεία για την αρχαία ελληνική μετρική και προσωδία, για τα ποιητικά είδη και τους ποιητικούς λογότυπους ακόμα και από την πολύ πρώιμη περίοδο από την οποία δεν υπάρχουν αντίστοιχες λογοτεχνικές μαρτυρίες. Εξίσου σημαντικές είναι και οι πληροφορίες που δίνουν για το αρχαίο δράμα οι κατάλογοι με ονόματα συγγραφέων, ηθοποιών, τίτλων έργων και παραστάσεων των έργων με την τελική κατάταξη, καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και το έργο αρχαίων συγγραφέων.

Η επιγραφική είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη φιλολογία και την αρχαιολογία, αφού οι επιγραφές είναι χαραγμένες σε κάθε είδους αρχαιολογικά μνημεία και ευρήματα. Μια επιγραφή συχνά αποσαφηνίζει το είδος του μνημείου και προσφέρει σημαντικά στοιχεία, χωρίς τα οποία τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν θα ήταν δυνατόν να ταυτιστούν. Ένα ενεπίγραφο βάθρο δίνει τη μοναδική δυνατότητα στον αρχαιολόγο να ερμηνεύσει το σχετικό ανάθημα, μια δημόσια επιγραφή σε λίθο με το όνομα μιας πόλης ταυτίζει αυτήν την πόλη, η οποία διαφορετικά θα έμενε για πάντα άγνωστη. Αλλά οι επιγραφές συνεισφέρουν και σε άλλες επιστήμες, όπως η φιλοσοφία και η θρησκειολογία, αφού σώζουν φιλοσοφικές αντιλήψεις της κάθε εποχής, στοιχεία για τελετές και μυστηριακές λατρείες, λατρεία διαφορετικών θεοτήτων, ακόμα και μη ελληνικών, από περιοχή σε περιοχή, και πλήθος ταφικών [15a, 15b] και λατρευτικών εθίμων. Ακόμα, επιγραφές με ειδικό περιεχόμενο μπορεί να ενδιαφέρουν και επιστήμες, όπως η νομική, η οικονομία, η αρχιτεκτονική, η ιατρική, οι θετικές και τεχνολογικές επιστήμες κ.ά. για την κατανόηση των απαρχών και της ιστορικής τους εξέλιξης.

Αυτή ακριβώς η αποκλειστικά «επιστημονική» χρήση των επιγραφών, σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες της προσέγγισης του εκτεταμένου στον χώρο και στον χρόνο επιγραφικού υλικού, περιόρισαν την ειδίκευση στην επιγραφική σε ένα πολύ μικρό αριθμό εξειδικευμένων φιλολόγων, ιστορικών και αρχαιολόγων. Έτσι, η Επιγραφική θεωρήθηκε δυσνόητη, προνόμιο των λίγων και τα ενεπίγραφα αντικείμενα δεν αξιοποιήθηκαν ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπως η αμεσότητά τους και η υλική τους υπόσταση. Το καθαρά επιστημονικό μέρος που αφορά την έκδοση του κειμένου με τους συγκεκριμένους κανόνες και την ερμηνεία των επιγραφών μπορεί να ανήκει στον χώρο των ειδικών επιστημόνων αλλά είναι ιδιαίτερα χρήσιμες οι διαφορετικές προσεγγίσεις κυρίως στην εκπαίδευση, γιατί οι επιγραφές θα μπορούσαν να αποτελέσουν μοναδικό εργαλείο για την προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η αλφαβητική γραφή, η ιστορία της εξέλιξης του αλφαβήτου από την εισαγωγή του μέχρι την υιοθέτηση της μικρογράμματης γραφής, η γλώσσα σε όλες τις μορφές της, από την επίσημη και τυπική γλώσσα των δημοσίων κειμένων μέχρι τον καθημερινό λόγο, η ποικιλία των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής, οι δίγλωσσες επιγραφές, οι αναφορές σε λογοτεχνικά είδη, όπως τα επιτύμβια επιγράμματα, η ιαμβική ποίηση, οι επικοί και λυρικοί λογότυποι, τα ορθογραφικά και άλλα λάθη μαρτυρούν το επίπεδο αλφαβητισμού και την εξέλιξη της γλώσσας. Η διδασκαλία του αρχαίου κειμένου μπορεί να γίνει και μέσω των επιγραφών με τη μοναδική δυνατότητα να συνεξετάζει ο μαθητής ή ο φοιτητής το κείμενο και το ενεπίγραφο αντικείμενο ανασυνθέτοντας ένα πλήρες αφήγημα της επικοινωνιακής περίστασης. Κυρίως όμως οι επιγραφές προσφέρουν έναν ανεξάντλητο πλούτο περιεχομένου που αφορά σχεδόν κάθε πτυχή της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας και είναι προσιτές στον κάθε ενδιαφερόμενο είτε κατά χώραν (in situ) στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας είτε στα κατά τόπους μουσεία και αρχαιολογικές συλλογές. Με τον τρόπο αυτό, υπάρχει η μοναδική δυνατότητα να προσδώσουμε στην αρχαία ελληνική γλώσσα μια συγκεκριμένη, υλική και πιο απτή διάσταση μέσα από τη σύνδεσή της με την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου και τη δεδομένη επικοινωνιακή περίσταση. Είναι αξιοσημείωτο, για παράδειγμα, ότι, ενώ οι επιγραφές αποτελούν ιδιαίτερης φύσεως έκθεμα σε ένα μουσείο ή ένα χώρο, συνήθως ο επισκέπτης δεν τις προσέχει καθόλου ή δείχνει ενδιαφέρον μόνο για την ανάγλυφη παράσταση ή τη διακόσμηση. Χρειάζεται, επομένως, ένας διαφορετικός και ιδιαίτερος τρόπος παρουσίασης των επιγραφών για την προσέλκυση της προσοχής του επισκέπτη έτσι ώστε να κατανοήσει το αντικείμενο σε συνδυασμό με το κείμενο της επιγραφής.

Ο αρχαίος ελληνικός και ρωμαϊκός κόσμος, χωρίς την εξέχουσα ιδιαιτερότητά του ως «πολιτισμού της επιγραφικής», θα ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος. Αν δεν είχαν διασωθεί τα κάθε είδους ενεπίγραφα αντικείμενα, η σημερινή εικόνα για τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό θα ήταν διαστρεβλωμένη και μάλλον απόξενη. Αυτή ακριβώς η διαρκής ανανέωση της γνώσης και οι νέες μαρτυρίες που προστίθενται συνεχώς με τη δημοσίευση επιγραφών επιτρέπουν την αποκάλυψη κάθε φανερής ή κρυφής πτυχής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αποκάλυψη η οποία οδήγησε δικαίως τον επιφανή Γάλλο επιγραφικό Louis Robert να χαρακτηρίσει τις επιγραφές ως το «νεαρόν ύδωρ» και το καλειδοσκόπιο της μελέτης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.




[1] Robert  1981, 18.

[2] McLean 2002, 2.

[3] McLean 2002, 22.