Η επιγραφική, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιλαμβάνει στο αντικείμενό της μόνο τις επιγραφές σε αλφαβητική γραφή και σε ελληνική γλώσσα. Το ελληνικό αλφάβητο που εμφανίζεται από τον 8ο αιώνα π.Χ. δεν προέκυψε και δεν φαίνεται να έχει κοινά χαρακτηριστικά με κανένα από τα προγενέστερα συστήματα γραφής στον ελλαδικό ή στον χώρο του Αιγαίου γενικότερα.
Πριν από την εμφάνιση του αλφαβήτου ήταν σε χρήση μη αλφαβητικές γραφές, κατά βάση συλλαβικές, γνωστές ως αιγαιακές γραφές, οι οποίες χρησιμοποιούσαν στο σύστημα συμβόλων τους μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό ιδεογραμμάτων:[1] η κρητική ιερογλυφική (περίπου από το 2.100 έως το 1600 π.Χ., αποκλειστικά στην Κρήτη), η Γραμμική Α (περίπου από το 1800 έως το 1450 π.Χ., που ήταν εξέλιξη της ιερογλυφικής και χρησιμοποιήθηκε και παράλληλα με αυτήν) και η Γραμμική Β (περίπου από το 1450 έως το 1200 π.Χ., στην Κρήτη και σε άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου, όπου υπήρχαν μυκηναϊκά ανάκτορα). Στην Κύπρο εμφανίζονται δύο συλλαβικές γραφές, το κυπρο-μινωικό συλλαβάριο το οποίο έχει κοινά στοιχεία με τη Γραμμική Α (περίπου από τον 15ο έως τον 10ο αιώνα π.Χ.) και το κυπριακό συλλαβάριο (περίπου από τον 8ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ.). Είναι αξιοσημείωτο ότι το κυπριακό συλλαβάριο παρέμεινε σε χρήση ακόμα και μετά την εισαγωγή του αλφαβήτου στον ελλαδικό χώρο, το οποίο άρχισε να χρησιμοποιείται στην Κύπρο από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., αμέσως μετά τον έλεγχο της Κύπρου από την κεντρική διοίκηση των Πτολεμαίων, ένα στοιχείο ενδεικτικό για την ερμηνεία των σύνθετων ζητημάτων υιοθέτησης ενός τρόπου γραφής.
Η σχέση των συλλαβικών γραφών μεταξύ τους δεν είναι σαφής, καθώς μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά αλλά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η εξελικτική διαδικασία που οδήγησε στη δημιουργία τους. Από αυτές μόνον η Γραμμική Β και το κυπριακό συλλαβάριο, που αποδίδουν την ελληνική γλώσσα, έχουν αποκρυπτογραφηθεί. Η ελληνική γλώσσα καταγράφεται πρώτη φορά με τη Γραμμική Β, η οποία αποτελεί στην ουσία εξέλιξη της Γραμμικής Α. Βασίζεται κυρίως στη χρήση ανοιχτών συλλαβών με τον συνδυασμό σύμφωνο–φωνήεν και δεν μπορεί να αποδώσει με πληρότητα την ελληνική γλώσσα. Οι επιγραφές σε Γραμμική Β αποτελούνται κυρίως από πήλινες πινακίδες ή άλλα αντικείμενα (π.χ. σφραγίδες), ενώ λίγα από αυτά σχετίζονται με εμπορική δραστηριότητα (π.χ. ενεπίγραφα αγγεία) και μαρτυρούν ότι η γραφή αυτή, υπό τον έλεγχο μιας κλειστής τάξης επαγγελματιών γραφέων, εξυπηρετούσε το σύστημα διοίκησης και οικονομικής διαχείρισης των μυκηναϊκών ανακτόρων. Η αποκλειστική σύνδεση της Γραμμικής Β με αυτό το γραφειοκρατικό σύστημα δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα, αφού απουσιάζουν πλήρως επιγραφές σε φθαρτά υλικά. Ωστόσο, τα μέχρι τώρα αρχαιολογικά δεδομένα σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία ενεπίγραφων ευρημάτων αμέσως μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων και μέχρι την εμφάνιση του αλφαβήτου, επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάρρευση ήταν και το αίτιο της εξαφάνισης της Γραμμικής Β.
Οι τρεις γραφές που χρησιμοποιήθηκαν για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, η Γραμμική Β, το κυπριακό συλλαβάριο και η αλφαβητική γραφή δεν δημιουργήθηκαν εξαρχής για την καταγραφή της αλλά αποτέλεσαν προσαρμογή διαφορετικών συστημάτων γραφής που απέδιδαν αρχικά μια διαφορετική γλώσσα. Επίσης, το κυπριακό συλλαβάριο και το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιήθηκαν και για την απόδοση μη ελληνικών, άγνωστων μέχρι σήμερα, γλωσσών στον ελλαδικό χώρο και στην Κύπρο: το κυπριακό συλλαβάριο της ετεοκυπριακής και το ελληνικό αλφάβητο της ετεοκρητικής,[2] της θρακικής,[3] και μιας γλώσσας που πιθανόν παρουσιάζει συγγένεια με την ετρουσκική.[4] Τα ευρήματα αυτά αποδεικνύουν ότι το σχήμα των γραμμάτων και ο τρόπος γραφής δεν σχετίζονται άμεσα με τη γλώσσα την οποία καλούνται να αποδώσουν. Το ίδιο σύστημα γραφής στην πραγματικότητα μπορεί να προσαρμοστεί και να λειτουργήσει ικανοποιητικά, με τις κατάλληλες τροποποιήσεις, σε διαφορετικές γλώσσες. Έτσι, όταν δημιουργείται ή επιλέγεται ένα σύστημα γραφής από τους ομιλητές μια γλώσσας, αυτό ακολουθεί μια διαδικασία προσαρμογής στο συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον, η οποία ενδεχομένως περιλαμβάνει εισαγωγή νέων σχημάτων γραμμάτων, διαφοροποίηση των ήδη υπαρχόντων σχημάτων, ή εξοβελισμό άλλων που είναι περιττά στη συγκεκριμένη γλώσσα. Η επιλογή της γραφής, ο τρόπος προσαρμογής της, η εγκατάλειψη και η αντικατάστασή της με ένα άλλο σύστημα γραφής εξαρτώνται από οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και γλωσσικούς παράγοντες, οι οποίοι δεν είναι πάντα δυνατόν να προσδιοριστούν.
Ενώ τα μη αλφαβητικά συστήματα γραφής στον ελλαδικό χώρο ήταν διαδοχικά και το κάθε νέο σύστημα αποτελούσε τελειοποίηση του προηγούμενου, η αλφαβητική γραφή[5] δεν προέκυψε ως εξέλιξη [9] αυτών των προηγούμενων συστημάτων γραφής [7]. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες συλλαβικές γραφές, το νέο είδος γραφής ήταν ένα αλφάβητο, στο οποίο υπάρχει αντιστοιχία φθόγγου και σχήματος γράμματος και προήλθε από το λεγόμενο «φοινικικό» αλφάβητο. Ο Naveh[6] ορίζει ως «φοινικικό» το αλφάβητο των 22 γραμμάτων με φορά από δεξιά προς τα αριστερά που εμφανίστηκε στην περιοχή της σημερινής Συρίας και Παλαιστίνης περίπου το 1050 π.Χ. και προέκυψε από την προγενέστερη σημιτική ή πρωτοχαναανιτική γραφή (17ος–15ος αιώνας π.Χ.).
Η προέλευση του ελληνικού από το φοινικικό αλφάβητο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Τα περισσότερα ονόματα των γραμμάτων του ακροφωνικού αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου είναι μη ελληνικές άκλιτες λέξεις, οι οποίες προέρχονται από τα αντίστοιχα ονόματα των γραμμάτων του φοινικικού αλφαβήτου. Επίσης, η αλφαβητική γραφή προϋπήρχε στην περιοχή της συροπαλαιστινιακής ακτής και είχε ήδη εξελιχθεί και σταθεροποιηθεί σ’ αυτό που αποκαλείται φοινικικό αλφάβητο, αφού χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση των σημιτικών γλωσσών της περιοχής, πολύ πριν από την εμφάνιση των πρώτων ελληνικών αλφαβητικών επιγραφών. Τα πρώτα δείγματα του ελληνικού αλφαβήτου προέρχονται από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα, τα οποία να επιβεβαιώνουν τη χρήση της αλφαβητικής γραφής πριν από αυτό το χρονικό όριο.
Στην έλλειψη αρχαιολογικών και επιγραφικών ευρημάτων πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ. προστίθεται και η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για την ανατολική, φοινικική προέλευση του αλφαβήτου τους, τόσο μέσα από λογοτεχνικές όσο και μέσα από επιγραφικές μαρτυρίες. Η πρώτη λογοτεχνική μαρτυρία για τη φοινικική προέλευση του αλφαβήτου, τα φοινικήια γράμματα, απαντά στον Ηρόδοτο (5.58.1–3), ο οποίος υποστηρίζει ότι το αλφάβητο εισήγαγαν οι Φοίνικες και πήρε την οριστική του μορφή μετά από μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία προσαρμογής στην ελληνική γλώσσα, προσδιορίζοντας μάλιστα ότι οι αλλαγές αυτές αφορούσαν την προφορά (φωνή) και τη σειρά (ῥυθμός) των γραμμάτων του φοινικικού αλφαβήτου 39. Εκτός από τις λογοτεχνικές πηγές, η σύνδεση του ελληνικού αλφαβήτου με το φοινικικό ενισχύεται και από τις αρχαιότερες μαρτυρίες των λέξεων με θέμα ποινικ– (ποινικήια, ποινικάζεν και ποινικαστάς) σε επιγραφές του 5ου αιώνα π.Χ. από την Κρήτη, που παραπέμπουν στα φοινικήια (ποινικήια) γράμματα και στην ιδιότητα του γραφέα των φοινικικών γραμμάτων (ποινικαστής=φοινικαστής).[7]
Πολλοί μελετητές έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν την απουσία οποιουδήποτε επιγραφικού ευρήματος σε μια περίοδο τεσσάρων περίπου αιώνων και να δώσουν απαντήσεις στα ζητήματα που σχετίζονται με το ελληνικό αλφάβητο, όπως η χρονολογία της εισαγωγής του, ο τρόπος διασποράς του σε μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή και οι λόγοι που οδήγησαν στην υιοθέτησή του. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι συχνά θέμα ερμηνείας των επιγραφικών και αρχαιολογικών δεδομένων με βάση τα ευρήματα.
Όσοι δίνουν έμφαση στη «σιωπή των ευρημάτων» (argumentum ex silentio), στην έλλειψη δηλαδή οποιασδήποτε γραπτής μαρτυρίας από τον 12ο έως τον 8ο αιώνα π.Χ., ερμηνεύουν αυτήν την απουσία ως εξαφάνιση της γραφής και τοποθετούν την επανεμφάνισή της στον 8ο αιώνα π.Χ. ή λίγο νωρίτερα. Η ασυνέχεια της εξελικτικής διαδικασίας στη διαδοχή των γραφών στον ελλαδικό χώρο, σε συνδυασμό με το κενό διάστημα από τα τελευταία κείμενα σε Γραμμική Β μέχρι την εμφάνιση των πρώτων αλφαβητικών επιγραφών, συνηγορούν στο ότι η έλλειψη ενεπίγραφων αντικειμένων δεν είναι τυχαία αλλά σημαίνει πιθανή διακοπή κάθε γραπτής δραστηριότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η θεωρία αυτή ενισχύεται και από την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων τον 12ο αιώνα π.Χ. και τις αλλαγές που ακολούθησαν στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση, των οποίων αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η εξαφάνιση της γραφής σε μια περίοδο που χαρακτηριζόταν, κυρίως κατά τον 11ο και 10ο αιώνα π.Χ., από την εσωστρέφεια και την επιστροφή σε μια οικονομία αυτάρκειας και σε μικρότερους κοινωνικούς σχηματισμούς.[8] Από τον 10ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να αναπτύσσονται και πάλι οι εμπορικές δραστηριότητες διαμορφώνοντας σταδιακά τον πολιτισμό των γεωμετρικών και πρώιμων αρχαϊκών χρόνων. Σ’ αυτή τη φάση των επαφών με την ανατολική Μεσόγειο, ανάμεσα στα στοιχεία, τις ιδέες και τις τεχνικές που υιοθετήθηκαν, εντάσσεται και η εισαγωγή της αλφαβητικής γραφής.
Σε αντίθεση με την παραπάνω άποψη, άλλοι μελετητές θεωρούν τυχαία την έλλειψη επιγραφικών ευρημάτων και τοποθετούν την εισαγωγή του αλφαβητικού συστήματος γραφής πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ. Ο Naveh[9] υποστηρίζει ότι το ελληνικό αλφάβητο παρουσιάζει ομοιότητες με την προγενέστερη του φοινικικού αλφαβήτου πρωτοχαναανιτική γραφή και επομένως υιοθετήθηκε πριν από τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. αλλά τα παλαιογραφικά κριτήρια δεν είναι αρκετά για να αποδειχθεί μια τόσο πρώιμη υιοθέτηση, αφού η εξέλιξη των σημιτικών αλφαβήτων δεν είναι καταγεγραμμένη με ακρίβεια. Θεωρίες υιοθέτησης ακόμα νωρίτερα από τον 11ο αιώνα π.Χ., όπως αυτή του Bernal,[10] που υποστηρίζει μια χρονολογία πολύ πριν από το 1400 π.Χ., είναι ακραίες, αφού μέχρι τον 12ο αιώνα π.Χ. στον ελλαδικό χώρο ήταν σε χρήση η Γραμμική Β και πιθανότατα δεν υπήρχε ανάγκη για ένα παράλληλο σύστημα γραφής, ενώ και τα επιγραφικά και αρχαιολογικά ευρήματα δεν επιβεβαιώνουν αυτές τις απόψεις.
Περισσότερο πιθανό φαίνεται η υιοθέτηση του αλφαβητικού συστήματος γραφής να έγινε λίγο νωρίτερα από την εμφάνιση των πρώτων αλφαβητικών ευρημάτων στον ελλαδικό χώρο, ίσως τον 9ο αιώνα π.Χ., [11] γεγονός που θα αιτιολογούσε τη διασπορά των πρώτων αλφαβητικών επιγραφών, την ύπαρξη διαφορετικών τοπικών αλφαβήτων, τη σχετικά τελειοποιημένη μορφή του αλφαβήτου και της γλώσσας και τη χρήση της γραφής σε έμμετρες συνθέσεις. Τα επιγραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου, από την Αττική, την Εύβοια, τις Πιθηκούσσες στην Ιταλία, τη Μακεδονία και την Κρήτη, από τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξής, σχεδόν ταυτόχρονα, εμφανίζονται επιγραφές γραμμένες σε τοπικά αλφάβητα, που μαρτυρούν εξοικείωση με το αλφαβητικό σύστημα γραφής και συνηγορούν στην ύπαρξη ενός προγενέστερου σταδίου εξέλιξης και προσαρμογής του αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα και στις τοπικές διαλέκτους.
Ο τόπος υιοθέτησης του φοινικικού αλφαβήτου και ο τρόπος διάδοσής του στον ελλαδικό χώρο παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα της έρευνας. Στην πραγματικότητα ο μηχανισμός δημιουργίας και μετάδοσης ενός συστήματος γραφής παραμένει αινιγματικός όχι μόνο για το ελληνικό αλφάβητο αλλά και για άλλα συστήματα γραφής στην αρχαιότητα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον των μελετητών για τη μετάδοση της αλφαβητικής γραφής στον ελλαδικό χώρο είναι ιδιαίτερο, ίσως επειδή είναι η πρώτη γραφή που δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο μιας κλειστής τάξης γραφέων και αξιωματούχων, διαδόθηκε πολύ γρήγορα σε αρκετές περιοχές του αρχαίου κόσμου, και αποτελεί ακόμα και σήμερα, μετά την παρέλευση τόσων αιώνων, το πιο διαδεδομένο σύστημα γραφής. Το απλό σύστημα λειτουργίας του αλφαβήτου, η εύκολη απομνημόνευση και εκμάθηση των πολύ λίγων συμβόλων, σε σχέση με κάθε άλλο σύστημα γραφής, η ευελιξία και η προσαρμοστικότητά του σε διαφορετικές γλώσσες οδήγησε στην ταχεία εξάπλωση και την υιοθέτηση της αλφαβητικής γραφής από πολλούς λαούς που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Έτσι, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου εμφανίζονται πολλά αλφάβητα, το ελληνικό, το αραμαϊκό, το εβραϊκό, το λυδικό, το φρυγικό, το καρικό, το ετρουσκικό, το λατινικό, τα οποία προέκυψαν από το φοινικικό ή και σε δεύτερη φάση από το ελληνικό αλφάβητο [11a, 11b].
Οι διαπιστωμένες αρχαιολογικά επαφές Ελλήνων και Φοινίκων ήδη από τον 10ο αιώνα π.Χ. αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για τη γνωριμία και την υιοθέτηση του νέου συστήματος γραφής από τους Έλληνες. Οι εμπορικές επαφές των δύο λαών ίσως είναι ικανές για τη μετάδοση του αλφαβήτου, χωρίς να απαιτείται ούτε η μακροχρόνια συνύπαρξη σε μια ορισμένη περιοχή ούτε η ύπαρξη μιας δίγλωσσης κοινότητας, όπως η Αλ-Μίνα στη βόρεια Συρία, που είχε προταθεί από πολλούς μελετητές αλλά στην οποία τελικά δεν επιβεβαιώνεται η διαρκής ελληνική παρουσία με την έννοια της μόνιμης εγκατάστασης. Το πυκνό εμπορικό δίκτυο της εποχής μέσα από τους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου προσέφερε και αφορμή για πολιτισμικές ανταλλαγές, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το αλφάβητο.
Ο εντοπισμός του ακριβούς τόπου υιοθέτησης του αλφαβήτου μάλλον δεν είναι εφικτός, τουλάχιστον με τα σημερινά αρχαιολογικά και επιγραφικά δεδομένα. Ευκολότερα όμως εντοπίζονται οι περιοχές εκείνες με το πρωιμότερο αλφάβητο, το οποίο εμφανίζει τις περισσότερες ομοιότητες με το πρότυπο φοινικικό, και διατηρεί γράμματα που δεν υπάρχουν σε άλλα τοπικά ελληνικά αλφάβητα. Οι περιοχές αυτές, αν δεν είναι ο χώρος υιοθέτησης, αποτελούν τουλάχιστον τις περιοχές, όπου για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η νέα γραφή. Ανάμεσα στα μέρη που έχουν προταθεί (Ρόδος, Θήρα, Κύπρος, Αλ Μίνα), θεωρητικά η Κρήτη αποτελεί ίσως το ιδανικό μέρος για την υιοθέτηση του αλφαβήτου:[12] έχει διαπιστωμένες αρχαιολογικά σχέσεις με τους Φοίνικες και ορισμένα χαρακτηριστικά του τοπικού αλφαβήτου της παραπέμπουν στα αρχικά σχήματα γραμμάτων του φοινικικού αλφαβήτου (σχήμα γραμμάτων πλησιέστερο στο φοινικικό, απουσία συμπληρωματικών γραμμάτων Φ, Χ, Ψ, χρήση του Μ=σαν αντί του σίγμα).
Η ανάγκη για την υιοθέτηση της αλφαβητικής γραφής αποτελεί επίσης ένα ζητούμενο της έρευνας. Ενδεχομένως το αλφάβητο χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να εξυπηρετήσει τις πρακτικές ανάγκες ενός οικονομικού συστήματος παραγωγής, εμπορίας και διακίνησης αγαθών, όπως μαρτυρεί η πρώιμη χρήση σημείων κεραμέως και εμπορικών συμβόλων σε αμφορείς.[13] Το κοινό στοιχείο των πρώτων σωζόμενων αλφαβητικών επιγραφών είναι ότι πρόκειται για ιδιωτικές επιγραφές, ενώ πρώτα δείγματα δημόσιων επιγραφών συνιστούν οι νομικές επιγραφές της Κρήτης, οι οποίες χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ. Οι ιδιωτικές επιγραφές συνήθως αποτελούν δήλωσης ιδιοκτησίας (γενική ονόματος + εἰμί) [36], ενώ οι πρωιμότερες από αυτές είναι έμμετρες (η οινοχόη του Διπύλου [34a, 34b, 34c, 34d], το ποτήρι του Νέστορα [20a, 20b, 20c], ο σκύφος του Ακεσάνδρου [35]). Οι πρώτες έμμετρες επιγραφές, χαραγμένες σε συμποτικά αγγεία, υποδηλώνουν ότι η γραφή έπαιζε κάποιο ρόλο σε συμποτικά περιβάλλοντα και φανερώνουν τη διάθεση αστεϊσμού μέσα από τον λόγο κατά τη διάρκεια του συμποσίου, αλλά δεν αποδεικνύουν ότι η αιτία υιοθέτησης του αλφαβήτου ήταν η καταγραφή έμμετρων ποιητικών συνθέσεων.[14] Τα ευρήματα αυτά είναι τυχαία και δεν είναι γνωστό αν και κατά πόσον αποτελούσαν διαδεδομένη επιγραφική συνήθεια της εποχής. Τουλάχιστον όμως επιβεβαιώνουν τη διασπορά του αλφαβήτου σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., τη σύνδεσή του με κοινωνικές δραστηριότητες και τη χρήση του όχι μόνο για πρακτικούς σκοπούς, αλλά και για τη χάραξη, ίσως και τη σύνθεση, μικρών ποιημάτων.
Χαρακτηριστικό των πρώιμων αρχαϊκών αλφαβήτων, των αλφαβήτων δηλαδή που χρησιμοποιούνται στον ελλαδικό χώρο από τον 8ο έως περίπου τον 4ο αιώνα π.Χ., είναι η ποικιλομορφία τους. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν αυτά προέκυψαν με εξελικτικές διαφοροποιήσεις από ένα πρωταρχικό αλφάβητο ή αν υπήρχαν εξαρχής κάποια διαφοροποιημένα αλφάβητα. Παρά τις βασικές ομοιότητές τους, έχουν ταυτόχρονα τόσες διαφορές, ώστε περίπου κάθε περιοχή ή πόλη εμφανίζει το δικό της αναγνωρίσιμο αλφάβητο το οποίο ακολουθεί τη δική του εξελικτική πορεία. Πολλοί λόγοι οδηγούν σε λιγότερο ή περισσότερο δραστικές αλλαγές στο αλφάβητο με το πέρασμα των χρόνων, όπως προσαρμογές σε διαλεκτικά στοιχεία, στιλιστικές επιλογές των χαρακτών, πρακτικές ανάγκες, ακόμα και πιθανές δημόσιες παρεμβάσεις από την πόλη. Ωστόσο, η αυστηρή χρήση ενός συγκεκριμένου τοπικού αλφαβήτου σε μια περιοχή, ή για παράδειγμα σε μια μητρόπολη και στην αποικία της, αποτελεί επιλογή της ίδιας της πόλης και ίσως λειτουργεί και ως στοιχείο της πολιτικής και εθνικής της ταυτότητας.[15]
Για την κατανόηση και ερμηνεία της λειτουργίας των τοπικών αρχαϊκών αλφαβήτων του ελληνικού κόσμου, έχουν γίνει αρκετές απόπειρες ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης. Αρχικά ο Adolph Kirchhoff[16] ταξινόμησε τα αρχαϊκά αλφάβητα με κριτήριο τη χρήση των συμπληρωματικών γραμμάτων (Φ, Χ, Ψ) και αποτύπωσε στον χάρτη 14 με διαφορετικά χρώματα τις τέσσερις κατηγορίες που προέκυψαν: πράσινο για τις περιοχές χωρίς συμπληρωματικά γράμματα (δωρικά νησιά νότιου Αιγαίου: Κρήτη, Θήρα, Μήλος)· μπλε για τις περιοχές της ανατολικής ομάδας, το οποίο διακρίνεται σε βαθύ μπλε (όταν χρησιμοποιούνται και τα τρία συμπληρωματικά γράμματα: Κόρινθος, Μέγαρα, Ρόδος, Χίος, Κέρκυρα, Λευκάδα, δυτική Μικρά Ασία, Μακεδονία κλπ.) και σε ανοιχτό μπλε (όταν χρησιμοποιούνται μόνο τα δύο πρώτα: Αττική, Αίγινα, Πάρος, Νάξος, Δήλος, Σίφνος, Θάσος κλπ.)· και κόκκινο για τις περιοχές της δυτικής ομάδας (Θεσσαλία, Εύβοια, Βοιωτία, Φωκίδα, Λοκρίδα, υπόλοιπη Πελοπόννησος, Κεφαλλονιά, Κάτω Ιταλία, Σικελία, Λυκία κλπ.). Η Margherita Guarducci ανέλυσε περισσότερο τις διαφορές των αρχαϊκών αλφαβήτων δίνοντας και ένα συνοπτικό πίνακα με σχήματα γραμμάτων. Η πολύ πιο συστηματική όμως και αναλυτική κατάταξη σε πίνακα των γραμμάτων όλων των αρχαϊκών αλφαβήτων από τη Lilian Jeffery [54] κατέδειξε ότι οι διαφορές των αλφαβήτων δεν περιορίζονται μόνο στα συμπληρωματικά γράμματα αλλά είναι πολύ πιο σύνθετες. Η αναλυτική αυτή κατηγοριοποίηση της Jeffery επέτρεψε την υπό προϋποθέσεις απόδοση μιας επιγραφής σε συγκεκριμένη περιοχή ανάλογα με το αλφάβητό της. Εντούτοις, ανάλογη αναλυτική μελέτη για τα αλφάβητα μετά την κλασική εποχή δεν έχει γίνει ακόμα, παρά το γεγονός ότι τόσο ο Larfeld όσο και η Guarducci[17] προσφέρουν ενδεικτικούς πίνακες για την εξέλιξη των σχημάτων των γραμμάτων του αλφαβήτου. Οι διαφοροποιήσεις όμως ιδιαίτερα μετά το τέλος της ελληνιστικής περιόδου είναι πολύ περισσότερες. Η τέτοιου είδους κατηγοριοποίηση του ελληνικού αλφαβήτου κατά πόλεις και περιοχές είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί επιτρέπει την κατά προσέγγιση χρονολόγηση των επιγραφών με κριτήριο την εξέλιξη και τις διαφοροποιήσεις των σχημάτων των γραμμάτων σε συνδυασμό με άλλα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά.
Η ουσιαστική διαφορά του ελληνικού από το συμφωνικό φοινικικό αλφάβητο, το οποίο είχε γράμματα μόνο για τα σύμφωνα και προϋπέθετε γνώση της γλώσσας για να συμπληρωθούν τα φωνήεντα ανάλογα με τα συμφραζόμενα, ήταν η προσθήκη των φωνηέντων ή μάλλον η αλλαγή της φωνητικής αξίας ορισμένων σχημάτων του φοινικικού αλφαβήτου από συμφωνική σε φωνηεντική. Έτσι, προέκυψαν τα φωνήεντα στο ελληνικό αλφάβητο (Α από το aleph, Ε από το he, Ι από το yod, Ο από το ayin και Υ από το waw) και δημιουργήθηκε μία γραφή που αποδίδει πολύ πιο πιστά από όλες τις προηγούμενες την ελληνική γλώσσα, εξυπηρετώντας ουσιαστικά το κλιτικό της σύστημα. Υπάρχει η άποψη ότι ορισμένα γράμματα είχαν ήδη αποκτήσει φωνηεντική αξία και στο φοινικικό αλφάβητο ή ότι ορισμένες από τις λαρυγγικές παύσεις ακούγονταν ως φωνήεντα από τους ομιλητές της ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, η παγίωση και η ευρεία χρήση των φωνηέντων ήταν χαρακτηριστικό του ελληνικού αλφαβήτου. Η αντιστοιχία βέβαια μεταξύ σχημάτων και φθόγγων δεν ήταν απόλυτη αλλά οι κατά τόπους βελτιώσεις και τροποποιήσεις είχαν στόχο την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων και τη σταδιακή τελειοποίηση του αλφαβήτου. Για παράδειγμα σε ορισμένα από τα αρχαϊκά αλφάβητα δεν υπάρχε διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων και συχνά το ίδιο σχήμα αντιστοιχεί σε περισσότερους φθόγγους (π.χ. το σχήμα Ο απέδιδε, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, το βραχύ και το μακρό ο και το ου· το Ε αντιστοιχούσε στο ε, στο η και στο ει· το σχήμα F σε ορισμένες περιοχές απέδιδε το ημίφωνο δίγαμμα αλλά και το σύμφωνο β).
Ορισμένες τροποποιήσεις στο φοινικικό αλφάβητο ήταν απαραίτητες για την προσαρμογή του στην ελληνική γλώσσα.[18] Έτσι, από το φοινικικό waw (F) προέκυψαν το ύψιλον και το δίγαμμα, το οποίο είχε διαφορετικό σχήμα στα διάφορα τοπικά αλφάβητα και σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Τροποποιήσεις έγιναν και στα συριστικά σύμφωνα του φοινικικού αλφαβήτου, τα οποία δεν ήταν όλα απαραίτητα στην ελληνική γλώσσα και η χρήση τους ήταν πολύ διαφοροποιημένη στα τοπικά αλφάβητα. Στις περισσότερες περιοχές διατηρείται το φοινικικό shin (=Σ) ως σίγμα, ενώ σε ορισμένα τοπικά αλφάβητα χρησιμοποιείται το tsade (Μ=σαν) αντί του σίγμα. Το samek () χρησιμοποιήθηκε ως σχήμα σε ορισμένες περιοχές για να αποδώσει το ζήτα, ενώ αργότερα απέκτησε τη φωνητική αξία του ξι. Σε ορισμένα τοπικά αλφάβητα προστέθηκαν τα λεγόμενα συμπληρωματικά γράμματα (Φ, Χ, Ψ), που δεν υπήρχαν στο φοινικικό, των οποίων η χρήση επεκτάθηκε σταδιακά και στα υπόλοιπα αλφάβητα. Γενικά, θεωρείται ότι αυτή η προσθήκη έγινε σε στάδιο μεταγενέστερο της υιοθέτησης και γι’ αυτόν τον λόγο τα αλφάβητα χωρίς τα συμπληρωματικά γράμματα θεωρούνται πρωιμότερα.
Καθώς η γραφή είναι μια δυναμική και εξελικτική διαδικασία, το αλφάβητο από τον 8ο έως τον 4ο αιώνα μ.Χ. πέρασε από πολλά εξελικτικά στάδια, η μελέτη των οποίων παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τη χρονολόγηση των επιγραφών και γενικότερα για τον αλφαβητισμό στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Για την ακριβέστερη χρονολόγηση των επιγραφών αυτών χρειάζεται εξειδικευμένη παρατήρηση των λεπτομερειών του κάθε αλφαβήτου κατά περιοχή και οπωσδήποτε η συνεξέταση των αρχαιολογικών δεδομένων.
Τα αρχαϊκά αλφάβητα είναι αμέσως αναγνωρίσιμα λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους: φορά των γραμμάτων επί τα λαιά (σπανιότερα ες ευθύ) ή βουστροφηδόν για πολύστιχα κείμενα, χαρακτηριστικά σχήματα γραμμάτων, στίξη συνήθως με στιγμές σε κάθετη διάταξη ή κάθετη κεραία η οποία συχνά χωρίζει λέξεις ή ομάδες λέξεων. Σταδιακά μέχρι και τον 4ο αιώνα π.Χ., ανάλογα με την περιοχή, εγκαταλείπεται η επί τα λαιά και η βουστροφηδόν φορά γραφής, όπως και ορισμένα αρχαϊκά γράμματα (το δίγαμμα, το κόππα και το σαν), και παρατηρούνται αλλαγές στα σχήματα των γραμμάτων, τα οποία γίνονται ομοιόμορφα με μικρές διαφοροποιήσεις σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, χωρίς τις επιμέρους διαφορές των αρχαϊκών αλφαβήτων. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη σταδιακή εξάπλωση του ιωνικού αλφαβήτου το οποίο και υιοθέτησαν οι ελληνικές πόλεις, εγκαταλείποντας τα τοπικά αρχαϊκά αλφάβητα. Μάλιστα στην Αθήνα η αλλαγή αυτή καθιερώθηκε και επισήμως για τα δημόσια κείμενα με ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου μετά από πρόταση του ρήτορα Αρχίνου, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Ευκλείδης (403/2 π.Χ.). Αυτό το αλφάβητο, γνωστό ως «ευκλείδειο», επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και σταδιακά αντικατέστησε τα προηγούμενα τοπικά αλφάβητα μέχρι τα μέσα ή το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. Δεν σώζονται επίσημες αποφάσεις από άλλες πόλεις, όπως το ψήφισμα του Αρχίνου, αλλά είναι πολύ πιθανόν η καθιέρωση του νέου αλφαβήτου να έγινε με παρόμοιο τρόπο, τουλάχιστον όσον αφορά τις δημόσιες επιγραφές των οποίων η χάραξη ήταν έργο της επίσημης πολιτείας. Με την υιοθέτηση του «ευκλείδειου» αλφαβήτου κατά το τέλος περίπου της κλασικής εποχής και μέχρι το τέλος της ελληνιστικής εποχής το αλφάβητο διακρίνεται και πάλι από συγκεκριμένα και διακριτά χαρακτηριστικά:[19] η φορά γραφής είναι ες ευθύ, τα σχήματα και το μέγεθος των γραμμάτων είναι ομοιόμορφα, εμφανίζονται συμπιλήματα γραμμάτων και εγκαταλείπεται η συχνή στίξη μεταξύ των λέξεων, η οποία χρησιμοποιείται πλέον μόνο για μεγαλύτερα νοηματικά σύνολα. Προς το τέλος της εποχής αρχίζουν οι κεραίες των γραμμάτων να καμπυλώνουν και στα άκρα των κεραιών εμφανίζονται ακρέμονες (apices) ή μικρές απολήξεις. Από την ρωμαϊκή εποχή έως και τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους τα παραπάνω γενικά χαρακτηριστικά είναι σταθερά αλλά εμφανίζονται και ορισμένες στιλιστικές επεμβάσεις που χωρίς να αλλάζουν καθοριστικά εντούτοις διαφοροποιούν το σχήμα των γραμμάτων: μηνοειδή σχήματα γραμμάτων, ανοιχτό σχήμα του Ω με τη μεταγενέστερη μικρογράμματη μορφή του, σχήματα μερικών γραμμάτων γωνιώδη, ρομβοειδή ή τετραγωνισμένα, διακοσμήσεις στις κεραίες (π.χ. σπειροειδή και καμπύλα διακοσμητικά στοιχεία σε εσωτερικές κεραίες), αισθητή αύξηση των συμπιλημάτων γραμμάτων και συντομογραφίες. Ωστόσο, παρά τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά του αλφαβήτου, τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά της ύστερης περιόδου δεν έχουν μελετηθεί διεξοδικά, για να είναι διακριτά τα εξελικτικά στάδια του αλφαβήτου. Μετά τον 3ο αιώνα μ. Χ. δεν φαίνεται να υπάρχει μια σταθερή εξέλιξη του σχήματος των γραμμάτων αλλά αντίθετα η τάση να χρησιμοποιούνται διαφορετικά σχήματα για το ίδιο γράμμα στην ίδια επιγραφή.[20]
Το κείμενο μιας αρχαίας επιγραφής γραφόταν με κεφαλαία γράμματα, συνεχόμενα, χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων και μεταξύ των στίχων του κειμένου. Αρχικά, δεν ήταν αναγκαίο να συμπίπτει το τέλος της λέξης με το τέλος του στίχου, ούτε να τηρείται ο συλλαβισμός στον χωρισμό των λέξεων, με αποτέλεσμα συχνά να χωρίζεται η λέξη στο σημείο όπου δεν αρκεί η επιφάνεια για τη χάραξη του επόμενου γράμματος, το οποίο χαράσσεται στον επόμενο στίχο.
Η στίξη των κειμένων και ο χωρισμός των λέξεων δεν είχαν τον ρόλο που έχουν σε ένα σημερινό κείμενο και πέρασαν από διάφορα εξελικτικά στάδια. Στις πρώιμες επιγραφές δεν φαίνεται να υπάρχει ένας ομοιόμορφος τρόπος χρήσης των σημείων στίξης. Υπάρχουν επιγραφές με στίξη μετά από κάθε λέξη, άλλες πιο αραιά και άλλες χωρίς καθόλου στίξη. Αρχικά, χρησιμοποιούνται σημεία στίξης (π.χ. δύο ή περισσότερες στιγμές σε κάθετη διάταξη, μία κάθετη κεραία, ανοιχτό ημικύκλιο και αργότερα άλλα σύμβολα, όπως κλεψύδρα, φύλλο κισσού κλπ.) μετά από κάθε λέξη ή μικρό λεκτικό σύνολο (π.χ. άρθρο και ουσιαστικό) πιθανόν ως κατάλοιπα από το φοινικικό συμφωνικό αλφάβητο, στο οποίο ήταν αναγκαίο να δηλωθεί το τέλος της λέξης, το οποίο όμως ήταν εμφανές στην ελληνική γλώσσα από την κατάληξη. Αυτή η συχνή στίξη ουσιαστικά δεν ισοδυναμεί με το σημερινό κενό, το κόμμα ή την τελεία, αλλά περισσότερο σηματοδοτεί το τέλος λέξης ή μικρών λεκτικών συνόλων, χωρίς να είναι βέβαιο αν βοηθούσε στην ανάγνωση. Σταδιακά, τα σημεία στίξης εμφανίζονταν στο τέλος μεγαλύτερων νοηματικών ενοτήτων, επισημαίνοντας την αλλαγή νοήματος. Η αλλαγή αυτή σημειωνόταν επίσης με κενό στο τέλος του στίχου ή με κενό ενός ολόκληρου στίχου. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν κάποιας μορφής παραγραφοποίηση. Σε μεγαλύτερα πολύστιχα κείμενα που γράφονταν συνήθως σε τοίχους ενός κτιρίου και όχι σε στήλες με συγκεκριμένο και σχετικά μικρό πλάτος, το κείμενο ακολουθούσε τη διάταξη του παπυρικού κειμένου, δηλαδή γραφόταν σε κάθετες στήλες με ορισμένο σταθερό πλάτος, οι οποίες χωρίζονταν μεταξύ τους με μικρό κενό πλάτους ενός, δύο ή και περισσότερων γραμμάτων.
Το αρχαίο κείμενο χαράσσεται πάνω στη σκληρή επιφάνεια με τρεις διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τη φορά των γραμμάτων: επί τα λαιά, βουστροφηδόν και ες ευθύ. Οι άλλοι τρόποι που αναφέρονται παρακάτω αφορούν περισσότερο τη στοίχιση και τη διάταξη του κειμένου πάνω στην επιφάνεια. Οι τρόποι διάταξης στην ενεπίγραφη επιφάνεια μπορεί να υπαγορεύονται από τη φύση και τις ιδιαιτερότητες του φορέα γραφής, την εκμετάλλευση του υπάρχοντος χώρου για χάραξη (π.χ. σε έναν κίονα, ένα άγαλμα ή στο ενδιάμεσο ζωγραφικών παραστάσεων ενός αγγείου) ή στιλιστικές επιλογές μιας συγκεκριμένης εποχής και περιοχής.
Επί τα λαιά: το κείμενο της επιγραφής έχει φορά από δεξιά προς τα αριστερά. Αυτή η φορά υπάρχει μόνο σε αρχαϊκές επιγραφές, επειδή πιθανόν είναι ο χαρακτηριστικός τρόπος φοράς των γραμμάτων του φοινικικού αλφαβήτου, τα σχήματα των οποίων υιοθετήθηκαν και για το ελληνικό αλφάβητο. Ωστόσο, ακόμα και την αρχαϊκή εποχή, κείμενα ενός στίχου μπορεί να έχουν φορά είτε επί τα λαιά είτε ες ευθύ. Όταν το κείμενο αποτελείται από περισσότερους στίχους, τότε όλοι χαράσσονται επί τα λαιά (ή συνηθέστερα βουστροφηδόν).
Βουστροφηδόν: η φορά γραφής αλλάζει εναλλάξ σε κάθε στίχο (η λέξη είναι σύνθετη από το βοῦς + στρέφειν και σημαίνει τον τρόπο που στρέφουν τα βόδια στο όργωμα του χωραφιού).[21] Η βουστροφηδόν φορά γίνεται αμέσως αντιληπτή, γιατί, εκτός από κάποια γράμματα που είναι απολύτως συμμετρικά ή κλειστά (π.χ. Ι, Ο, Θ, Τ), τα υπόλοιπα (π.χ. Β, Γ, Ε, Κ, Ν) χαράσσονται αντίστροφα, γεγονός που βοηθά τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τη φορά του κειμένου. Η βουστροφηδόν φορά ίσως είχε πρακτική χρησιμότητα σε μνημειακές επιγραφές πάνω σε τοίχους κτιρίων, όπου το κείμενο εκτεινόταν σε μεγάλη επιφάνεια και η πρώτη σειρά του κειμένου είχε πάντοτε φορά επί τα λαιά, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του. Η χρησιμότητα αυτή μάλλον δεν είχε καμία πρακτική αξία για τη χάραξη κειμένων μικρότερου μεγέθους π.χ. πάνω σε στήλες, όστρακα, αγγεία κλπ. Ίσως η σύμβαση αυτή θεωρήθηκε αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας της γραφής και με το πέρασμα των αιώνων σταδιακά άλλαξε.
Ες ευθύ: φορά γραφής από αριστερά προς τα δεξιά, όμοια με τον σημερινό τρόπο γραφής. Φαίνεται ότι η επί τα λαιά και η ες ευθύ φορά γραφής συνυπήρξαν ήδη από την αρχή της υιοθέτησης του αλφαβήτου, γιατί σώζονται πρώιμες επιγραφές ενός στίχου με φορά και ες ευθύ. Η ες ευθύ φορά επικράτησε σε όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου ως αποκλειστική φορά γραφής μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., όταν δηλαδή και υιοθετήθηκε το ενιαίο αλφάβητο.
Τα περισσότερα κείμενα δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη διάταξη στην επιφάνεια. Προσαρμόζονται στις διαστάσεις του προς χάραξη χώρου και η συμμετρία τους εξαρτάται από την εποχή, την ικανότητα του χαράκτη και το προς χάραξη αντικείμενο. Εκτός ίσως από τη στοιχηδόν διάταξη που είναι στιλιστική επιλογή και δεν υπαγορεύεται από τον φορέα γραφής, οι υπόλοιποι τρόποι διάταξης της γραφής εξαρτώνται κυρίως από τους περιορισμούς που θέτει το ίδιο το αντικείμενο και η αναγνωσιμότητα της επιγραφής.
Στοιχηδόν: τα γράμματα βρίσκονται σε απόλυτη οριζόντια και κάθετη στοίχιση και ισαπέχουν μεταξύ τους, ενώ παράλληλα έχουν το ίδιο ύψος και πλάτος (εκτός από το στενότερο Ι). Η στοιχηδόν διάταξη αποτελεί στιλιστική επιλογή, καθώς δεν εξυπηρετεί κάποιο άλλο σκοπό. Για να επιτευχθεί η απόλυτη συμμετρία, ο χαράκτης σχεδίαζε οριζόντιες και κάθετες γραμμές στην επιφάνεια προς χάραξη και εντός των σχηματιζόμενων τετραγώνων τοποθετούσε τα γράμματα της επιγραφής. Η στοιχηδόν διάταξη χρησιμοποιείται κυρίως στις αττικές επιγραφές από το τέλος του 6ου ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. αλλά εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές, όπως η Δήλος (η οποία ήταν κάτω από αθηναϊκή επιρροή), η Επίδαυρος, η Βοιωτία, οι Δελφοί, η Σάμος. Αυτός ο τρόπος γραφής εγκαταλείφθηκε πιθανόν επειδή επικράτησε ο κανόνας το τέλος της συλλαβής ή της λέξης να συμπίπτει με το τέλος του στίχου, πράγμα που δεν μπορούσε να ελέγξει ο χαράκτης με τη στοιχηδόν γραφή[22], αλλά ίσως και λόγω κόστους, αφού η συγκεκριμένη διάταξη απαιτούσε περισσότερο χώρο για τη χάραξη ενός κειμένου.
Πλινθηδόν: η επιγραφή χαράσσεται περιμετρικά στην άνω επιφάνεια της λίθινης βάσης (ενός πλίνθου) ενός αναθήματος.
Κιονηδόν: η επιγραφή χαράσσεται σε κάθετη διάταξη σε ένα κίονα και εντός των ραβδώσεών του.
Σπειρηδόν: η επιγραφή χαράσσεται με τη μορφή σπείρας ή οφιοειδώς ως κυματιστή γραμμή.
Σπυριδόν: η επιγραφή έχει τη μορφή σπυρίδος (καλάθου) πλατύτερη στο άνω τμήμα και συνεχώς μειούμενη ως το κάτω τμήμα της.
Ες κύκλου σχήμα: σε κυκλικό σχήμα, το οποίο ενίοτε υπαγορεύεται από το σχήμα του φορέα γραφής, π.χ. χάραξη μιας επιγραφής περιμετρικά στην κυκλική βάση ενός αγγείου.
[1] Steele 2013 ̶ 14, 140 ̶ 46.
[2] Για τις ετεοκρητικές, πιθανότατα νομικές επιγραφές αρχαϊκής εποχής σε λίθο, από την Πραισό [44] και τη Δρήρο [42] βλ. Duhoux 1982 και 2007, 247 ̶ 252. Επίσης, βλ. Haggis et al. 2011, 57-58 και εικ. 42, για ευρήματα σε κεραμική από τον Αζοριά, κοντά στην Πραισό, τα οποία αποτελούν ενδείξεις για χρήση της ετεοκρητικής γλώσσας σε μια ευρύτερη περιοχή στην ανατολική Κρήτη.
[3] Για τις αναθηματικές επιγραφές σε κεραμική (6ος αιώνας π. Χ. και εξής) από τη Μεσημβρία (αρχαία Ζώνη) και τη Σαμοθράκη σε ελληνικό αλφάβητο και πιθανότατα θρακική γλώσσα βλ. Brixhe 2006. Στο άρθρο του ο Brixhe αναφέρει και επιγραφές σε λίθο (4ος αιώνας π. Χ.), δύο σε θρακική και μία δίγλωσση, σε ελληνική και θρακική.
[4] Για την επιτύμβια στήλη από τα Καμίνια της Λήμνου (6ος αιώνας π. Χ.) γραμμένη σε χαλκιδικό αλφάβητο και πιθανόν σε μια γλώσσα που έχει κοινή καταγωγή με την ετρουσκική βλ. Bonfante & Bonfante 2002, 61 ̶ 62 [8a, 8b].
[5] Οι Wilson (2009, 542 ̶ 549) και Βουτυράς (2014, 240 ̶ 248) παρουσιάζουν συνοπτικά την εισαγωγή της αλφαβητικής γραφής με τη σχετική βιβλιογραφία.
[6] Naveh 1980, 22 ̶ 25.
[7] SEG XXVII 631: ποινικαστάς, ποινικάζεν, IC II.xii.11: ποινικα[– –]. Βλ. και Jeffery & Morpurgo-Davies 1970, για την αναφορά στην ιδιότητα του ποινικαστή στην ενεπίγραφη μίτρα του Σπενσίθιου και Κριτζάς 2010, για τα ποινικήια(γράμματα) σε νομική επιγραφή από την Έλτυνα.
[8] Για τα αρχαιολογικά δεδομένα των «σκοτεινών αιώνων» βλ. Βοκοτόπουλος 2014, 234 ̶ 239.
[9] Naveh 2005, 175 ̶ 186.
[10] Bernal 1987, 1 ̶ 19.
[11] Guarducci 2008, 41 ̶ 42 και Janko 2015.
[12] Janko 2015, 7-8.
[13] Ο Papadopoulos (1994) αναφέρει σημεία κεραμέως πριν από την όπτηση (Αττική, Εύβοια, Τορώνη) που χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή του σιδήρου. Για τα χαράγματα σε κεραμική του 8ου αιώνα π.Χ. από τη Μεθώνη Πιερίας βλ. Τζιφόπουλος 2012, 307 ̶ 10.
[14] Ο Powell (1989, 321 ̶ 50) υποστηρίζει ότι το αλφάβητο σχεδιάστηκε για την καταγραφή της επικής ποίησης. Βλ. και Teodorsson 2006.
[15] Ο Luraghi (2010, 72–73 και 88) υποστηρίζει ότι τα τοπικά αλφάβητα συνδέονταν με την αρχαϊκή πόλη και με τις τοπικές διαλέκτους και λειτουργούσαν και ως «γλωσσικοί δείκτες» για τα πολιτικά όρια μεταξύ των πόλεων.
[16] Ο Kirchhoff (1877) παραθέτει χάρτη και πίνακα με τα σχήματα γραμμάτων των τοπικών αλφαβήτων. Για πίνακα με τα σχήματα γραμμάτων των τοπικών αλφαβήτων βλ. επίσης Guarducci 2008 και Jeffery 1990.
[17] Η Guarducci (2008, 110 ̶ 114) παραθέτει τα βασικά σχήματα γραμμάτων για τα αλφάβητα μετά τον 5ο αιώνα π.Χ.
[18] Για τις τροποποιήσεις του φοινικικού αλφαβήτου βλ. Woodard 1997, 133 ̶ 139, Ruijgh 1998 και Slings 1998. Για την προέλευση των συμπληρωματικών γραμμάτων βλ. και Powell 1987.
[19] Για την εξέλιξη του σχήματος των γραμμάτων στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο βλ. McLean, 2002, 40 ̶ 44.
[20] McLean, 2002, 44 και σημ. 13, 14.
[21] Ο Παυσανίας (5.17.6) παραλληλίζει τη βουστροφηδόν γραφή με τον δίαυλο, που ήταν αγώνισμα δρόμου κατά το οποίο ο αθλητής έπρεπε τρέχοντας να διανύσει την απόσταση του σταδίου προς τη μία κατεύθυνση και να επιστρέψει αντίθετα.
[22] McLean 2002, 45 και σημ. 19.