Η επιγραφή δεν λειτουργεί όπως ένα γραπτό κείμενο σε πάπυρο ή όπως ένα σύγχρονο χειρόγραφο ή τυπωμένο σε χαρτί κείμενο αλλά ως αναπόσπαστο μέρος του φορέα της, ως μέρος δηλαδή ενός τρισδιάστατου αντικειμένου, και συνεπώς δεν μπορεί πλήρως να κατανοηθεί και ερμηνευθεί εκτός των συμφραζομένων της. Μια επιτύμβια στήλη κατασκευάστηκε για να χαραχτεί πάνω της το όνομα του νεκρού ή ένα επίγραμμα, τα οποία αποκτούν ολοκληρωμένο νόημα μόνο όταν συνδυαστούν με το αντικείμενο–φορέα τους. Πολλές φορές, όταν η σχέση αυτή διαταραχτεί, για παράδειγμα αν βρεθεί μόνο η ενεπίγραφη βάση χωρίς το άγαλμα ή το ανάθημα που έφερε πάνω της, η ερμηνεία της επιγραφής θα μένει για πάντα ημιτελής. Ο υλικός χαρακτήρας της, ο χώρος στον οποίο προορίστηκε να εκτεθεί (ένα ψήφισμα σε στήλη που στήθηκε στην αγορά σε δημόσια θέα) ή κάποιες φορές να κρυφτεί (μια κατάρα σε μολύβδινο έλασμα μέσα σ’ έναν τάφο), ο τρόπος διάταξης και η θέση του κειμένου, το μέγεθος των γραμμάτων, τα σκόπιμα κενά αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στην προσέγγιση, κατανόηση και ερμηνεία κάθε επιγραφής.
Στην αρχαιότητα σχεδόν κάθε υλικό και κάθε αντικείμενο μπορούσε να χρησιμεύσει ως φορέας γραφής.[1]
Πέτρα: ακατέργαστοι φυσικοί βράχοι, κατεργασμένοι λίθοι ως δομικό στοιχείο οικοδομημάτων, ασβεστολιθικές ή μαρμάρινες στήλες, βωμοί, αγάλματα.
Μέταλλο: χάλκινα, χρυσά και ασημένια αντικείμενα, όπως αγγεία και αγάλματα, μεταλλικές χάλκινες πλάκες ή μολύβδινα και χρυσά ελάσματα, κοσμήματα, όπλα.
Πηλός: αγγεία, όστρακα, πήλινα αντικείμενα π.χ. ειδώλια, υφαντικά βάρη, λυχνάρια.
Οστά: αστράγαλοι ή άλλα οστέινα αντικείμενα.[2]
Αυτά τα υλικά διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και έτσι οι περισσότερες σωζόμενες επιγραφές σώζονται, επειδή ήταν χαραγμένες σε λίθινα, πήλινα, μεταλλικά ή οστέινα αντικείμενα.
Αντίθετα, έχουν χαθεί σχεδόν όλες οι επιγραφές που είχαν γραφεί ή χαραχθεί σε υλικά που δεν διατηρούνται με την πάροδο του χρόνου. Σώζονται ελάχιστα ενεπίγραφα αντικείμενα από ξύλο, ενώ υπάρχουν λογοτεχνικές μαρτυρίες και λίγα αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν ότι μια τέτοια χρήση ήταν συχνότατη. Η γραφή σε ξύλινους πίνακες με ζωγραφισμένες παραστάσεις ως αφιερώματα σε θεούς αποτελούσε μάλλον συνηθισμένη πρακτική στους αρχαίους ναούς αλλά σώζεται ένα μοναδικό εύρημα της αρχαϊκής εποχής,[3] όπου αναγράφονται με μαύρο χρώμα στη ζωγραφισμένη επιφάνεια τα ονόματα πιθανότατα των αναθετών. Επίσης, ξύλινες πινακίδες χρησίμευαν ως φορείς γραφής,[4] αφού προηγουμένως είχαν υποστεί κατεργασία βάθυνσης της επιφάνειάς τους [5a, 5b, 5c, 5d, 5e, 5f] . Η επιφάνεια της πινακίδας εντός ενός περιμετρικού πλαισίου καλυπτόταν με στρώμα κεριού και η χάραξη γινόταν με την αιχμηρή άκρη μιας γραφίδος, ενώ η άλλη πεπλατυσμένη άκρη της χρησίμευε για το σβήσιμο στο μαλακό κερί. Αυτές οι πινακίδες, συχνά με τη μορφή δίπτυχου ή τρίπτυχου, προορίζονταν κυρίως για ιδιωτική χρήση, για πρόχειρες σημειώσεις ή εμπορικές συναλλαγές, αφού είχαν το πλεονέκτημα να μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν. Κάποιες φορές στην εξωτερική τους επιφάνεια γραφόταν με μελάνι ή χαρασσόταν το εσωτερικό κείμενο ή η περίληψή του και σφραγίζονταν με κερί, παρουσία μαρτύρων, για τη διασφάλιση του περιεχομένου, αν ήταν απαραίτητο, όπως π.χ. στην περίπτωση ενός συμβολαίου.[5]
Ξύλινες πινακίδες, που ονομάζονταν λευκώματα και ήταν επιχρισμένες με γύψο, στον οποίο ζωγράφιζαν τα γράμματα, χρησιμοποιούσαν και στην κλασική Αθήνα για επίσημα κείμενα της πόλης, τα οποία προφανώς ήθελαν να δημοσιοποιήσουν για μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να έχουν τον μόνιμο χαρακτήρα των νομικών κειμένων σε λίθο. Ο Robert[6] ορθά παρομοιάζει αυτήν την πρακτική με την αντίστοιχη σημερινή τοιχοκόλληση, η οποία είχε διαφορετικό σκοπό από τη χάραξη σε λίθο των δημοσίων διατάξεων και αποφάσεων της πόλης. Επίσης, για την αναγραφή νομικών διατάξεων κυρίως στην αρχαία Αθήνα χρησιμοποιούνταν ξύλινους περιστρεφόμενους πίνακες (ἄξονες) και ξύλινες κατασκευές με τη μορφή τρίπλευρης πυραμίδας ή οβελίσκου (κύρβεις).[7]
Ως φορείς γραφής χρησιμοποιούνταν και άλλα φθαρτά υλικά εκτός από τον πάπυρο, όπως ύφασμα, δέρμα, φύλλα δέντρων, των οποίων τη χρήση γνωρίζουμε από λογοτεχνικές μαρτυρίες ή αρχαιολογικά ευρήματα. Μαρτυρείται για παράδειγμα η χρήση φύλλων, συνήθως ελιάς, στη διαδικασία του οστρακισμού (πεταλισμός στις Συρακούσες και ἐκφυλλοφορία στην Αθήνα),[8] ενώ υπάρχει μαρτυρία και για ἐνυφασμένα γράμματα, γράμματα πιθανότατα κεντημένα ή σχεδιασμένα κατά την ύφανση.[9]
Πριν από τη χάραξη του κειμένου της επιγραφής αρκετές φορές είναι απαραίτητη η κατεργασία της επιφάνειας του φορέα της, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για λίθο.[10] Μετά την εξόρυξη και την προετοιμασία του λίθου, αυτός θα χρησιμεύσει ως δομικό υλικό ή θα μετατραπεί σε στήλη ή βάση για κάποιο ανάθημα. Κανονικά το σημείο που θα χαραχτεί η επιγραφή πρέπει να έχει προβλεφθεί, πριν αρχίσει η διακόσμηση του λίθου. Η επιφάνεια που θα χρησιμοποιηθεί ως ενεπίγραφη είναι συνήθως η πρόσθια όψη του μνημείου ή της στήλης αλλά συχνά ο χαράκτης εκμεταλλεύεται τις πλάγιες όψεις και τον κάθε κενό χώρο ανάμεσα στις παραστάσεις. Στις πρώιμες αρχαϊκές επιγραφές παρατηρείται το φαινόμενο η επιγραφή να προσαρμόζεται στον φορέα γραφής και να χαράσσεται ή ζωγραφίζεται σε κάθε κενό χώρο, έχοντας κατά κάποιον τρόπο και διακοσμητική λειτουργία, χωρίς να ενδιαφέρεται ο χαράκτης αν με τον τρόπο αυτό η ανάγνωση του κειμένου καθίσταται δυσκολότερη.
Για τη χάραξη, τόσο των δημόσιων όσο και ορισμένων ιδιωτικών επιγραφών, ο χαράκτης είχε κάποιο υπόδειγμα σε πάπυρο ή άλλο φθαρτό υλικό του κειμένου που επρόκειτο να χαράξει [16]. Οι πόλεις που δημοσιοποιούσαν μέρος των επίσημων αρχείων τους, προφανώς ασκούσαν έλεγχο και στη διαδικασία της χάραξης. Στην περίπτωση των ιδιωτικών επιγραφών δεν υπήρχε πάντα υπόδειγμα κειμένου, αλλά ο χαράκτης μπορεί να έγραφε το όνομα σε μια επιτύμβια στήλη ή σε ένα ανάθημα, όπως του το υπαγόρευε ο πελάτης του, ή να χάραζε ο ίδιος ένα κείμενο στα πρότυπα άλλων στερεότυπων κειμένων της εποχής. Το κείμενο συχνά, ιδιαίτερα στις επαγγελματικές χαράξεις, πριν από τη χάραξή του πάνω στην επιφάνεια του λίθου, σχεδιαζόταν με υλικό που μπορούσε μετά να σβηστεί για την αποφυγή λαθών κατά την αντιγραφή. Τα λάθη που εντοπίζονται στις επιγραφές δεν οφείλονται πάντα στον αναλφαβητισμό του χαράκτη, παρόλο που δεν αποκλείεται αρκετοί χαράκτες να ήταν αναλφάβητοι. Πολλά από αυτά είναι λάθη αβλεψίας στη φάση της αντιγραφής και χάραξης και, σπανιότερα, λάθη των συντακτών του κειμένου, ιδιαίτερα στην περίπτωση των δημόσιων επιγραφών. Τα περισσότερα λάθη αναλογικά στις ιδιωτικές επιγραφές επιβεβαιώνουν την ιδιαίτερη επιμέλεια στη σύνταξη και χάραξη του κειμένου των δημόσιων επιγραφών. Κατά τον έλεγχο στο τέλος της διαδικασίας αρκετά από τα λάθη αυτά διορθώνονταν είτε με σβήσιμο και εκ νέου χάραξη του γράμματος ή σε περίπτωση έλλειψης κενού διαστήματος με χάραξη του γράμματος στο διάκενο ανάμεσα στους στίχους. Τις περισσότερες όμως φορές επέλεγαν τον ευκολότερο τρόπο της διόρθωσης του γράμματος με χρώμα, το οποίο σήμερα δεν σώζεται και έτσι το λάθος, που στην αρχαιότητα δεν ήταν εύκολα αντιληπτό, είναι σήμερα ορατό.
Σίγουρα ο χαράκτης είχε λόγο για αρκετά από τα εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της επιγραφής, όπως την τοποθέτηση και διάταξή της στην επιφάνεια γραφής (την οποία σε γενικές γραμμές καθόριζε και το ίδιο το αντικείμενο), το σχήμα και τις στιλιστικές λεπτομέρειες του αλφαβήτου, και ορισμένες φορές και κάποια στοιχεία του περιεχομένου. Η αμοιβή του επαγγελματία χαράκτη καθοριζόταν συνήθως με βάση τον αριθμό των προς χάραξη γραμμάτων αλλά πιθανότατα και με βάση τις τεχνικές δυσκολίες της εκάστοτε χάραξης ή και με το ενεπίγραφο αντικείμενο (π.χ. ανά τελαμώνα στις χάλκινες πινακίδες του Άργους[11]). Εκτός από τη χάραξη των γραμμάτων, στο κόστος μιας ενεπίγραφης στήλης ή άλλου μνημείου συμπεριλαμβάνεται η εξόρυξη, η μεταφορά, η ποιότητα του υλικού (π.χ. το μάρμαρο ήταν ακριβότερο από τον ασβεστόλιθο), ο επιχρωματισμός των γραμμάτων και η τοποθέτησή του στο προκαθορισμένο μέρος.
Για τη γραφή ενός κειμένου σε σκληρή επιφάνεια υπάρχουν πολλές τεχνικές, λιγότερο ή περισσότερο επαγγελματικές. Οι δύο συνήθεις τρόποι είναι να χρησιμοποιήσει κάποιος ένα αιχμηρό εργαλείο για να χαράξει το κείμενο στην επιφάνεια ή ένα πινέλο ή γραφίδα και χρωστική ουσία για να το ζωγραφίσει. Οι δημόσιες επιγραφές (π.χ. ψηφίσματα, συνθήκες, όροι) αλλά και πολλές ιδιωτικές (π.χ. επιτύμβιες, αναθηματικές) ανατίθενται σε επαγγελματίες χαράκτες ή εργαστήρια λιθοξόων/χαρακτών και το αισθητικό αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές άρτιο, χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν και παραδείγματα λιγότερο επιμελούς χάραξης από επαγγελματίες ή μη τεχνίτες. Γενικά, η χάραξη πάνω σε λίθο και μέταλλο με εργαλεία (όχι για παράδειγμα το χάραγμα σε ένα βράχο ή λίθο που έχει χαράξει ένας περαστικός) προϋποθέτει επαγγελματία χαράκτη. Ανάλογα με τον φορέα γραφής, το είδος προς χάραξη του κειμένου, τον επαγγελματισμό του χαράκτη, την εποχή και ίσως την περιοχή οι τεχνικές και τα εργαλεία χάραξης μπορεί να διαφοροποιούνται.
Οι επιγραφές ανάλογα με τον τρόπο που έχουν αποτυπωθεί πάνω στον φορέα γραφής διακρίνονται σε:
Εγχάρακτες:[12] όταν το κείμενο έχει χαραχθεί πάνω στον φορέα γραφής. Αυτή η χάραξη μπορεί να γίνει με ένα απλό αιχμηρό εργαλείο σε πηλό μετά ή πριν από την όπτηση, σε ελάσματα μολύβδου και χρυσού που είναι μαλακά μέταλλα, στην κερωμένη επιφάνεια ξύλινων πινακίδων. Αλλά και στο σκληρότερο υλικό ενός βράχου ή στον τοίχο κάποιου κτιρίου υπάρχουν ιδιωτικά, πρόχειρα, αβαθή συνήθως χαράγματα. Στις περιπτώσεις επαγγελματικής χάραξης σε σκληρό υλικό, λίθο ή μέταλλο, ο χαράκτης χρησιμοποιεί τα εργαλεία του λιθοξόου ή του μεταλλοτεχνίτη ανάλογα με το είδος, τη σκληρότητα του υλικού, το σχήμα και το μέγεθος των γραμμάτων.
Γραπτές:[13] όταν το κείμενο έχει ζωγραφιστεί πάνω στην επιφάνεια του αντικειμένου με χρώμα. Οι επιγραφές αυτές απαντούν κυρίως σε πήλινα αντικείμενα. Η γραπτή επιγραφή γίνεται από τον αγγειοπλάστη ή τον ζωγράφο του αγγείου πριν από την όπτηση, ώστε να σταθεροποιηθεί και να διατηρηθεί το χρώμα. Σπανιότερες είναι οι γραπτές επιγραφές μετά την όπτηση του αγγείου. Ωστόσο, γραπτές επιγραφές υπήρχαν και πάνω σε ξύλινες χρωματισμένες πινακίδες που χρησίμευαν ως αναθήματα ή για την αναγραφή νομικών διατάξεων και ψηφισμάτων. Υπάρχουν, όμως, και παραδείγματα επιγραφών σε λίθο που αποδίδονται μόνο με χρώμα, χωρίς να έχει προηγηθεί χάραξη και χωρίς ενδείξεις για επικείμενη χάραξη.[14]
Στικτές: όταν τα γράμματα σχηματίζονται με επάλληλες στιγμές. Σε μεταλλικά αντικείμενα, ο χαράκτης χρησιμοποιεί μυτερό εργαλείο με πολύ λεπτή άκρη, το οποίο χτυπά στην επιφάνεια και σχηματίζει τα γράμματα με μικρές αβαθείς στιγμές. Η επιλογή αυτής της τεχνικής για χάραξη σε σκληρά μέταλλα, όπως ο χαλκός, διευκολύνει τον χαράκτη και δίνει ομοιόμορφο αισθητικό αποτέλεσμα.
Έκκρουστες: όταν η χάραξη των γραμμάτων σε λεπτά φύλλα μετάλλου έχει γίνει με την έκκρουστη τεχνική, δηλαδή με χτυπήματα των κεραιών στην οπίσθια επιφάνεια του μεταλλικού ελάσματος, ώστε τα γράμματα να φαίνονται έκτυπα στην πρόσθια. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται συχνά στην απόδοση διακοσμητικών μοτίβων στο μέταλλο αλλά σώζονται ελάχιστα δείγματα χρήσης της και σε επιγραφές. Συνήθως η χάραξη σε λεπτά φύλλα μετάλλου είναι εύκολη και γίνεται με αιχμηρή γλυφίδα στην πρόσθια επιφάνεια του αντικειμένου. Αντίθετα, η έκκρουστη τεχνική απαιτεί εξειδικευμένο επαγγελματία χαράκτη και πολύ περισσότερο χρόνο και δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε αισθητικούς λόγους. Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι η επιλογή της τεχνικής αυτής σε δημόσια κείμενα διασφάλιζε την αποφυγή σκόπιμης παραποίησης του περιεχομένου.[15]
Εμπίεστες: όταν τα γράμματα έχουν αποτυπωθεί με σφραγίδα και φαίνονται έκτυπα στην επιφάνεια του αντικειμένου. Η χρήση σφραγίδων αρχίζει μετά την ελληνιστική εποχή και αυξάνεται ιδιαίτερα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Σφραγίδες χρησιμοποιούνται σε πήλινα αγγεία ή κεραμίδια πριν από την όπτηση. Το πλαίσιο της σφραγίδας είναι συνήθως ορατό, καθώς η πίεση της σφραγίδας δημιουργεί βάθυνση στην επιφάνεια του αντικειμένου.
Επίθετες: όταν τα γράμματα σχηματίζονται από το ίδιο το υλικό που είναι φτιαγμένο το αγγείο και φαίνονται έκτυπα στην επιφάνειά του. Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν κυρίως για την απόδοση λεπτομερειών της διακόσμησης στην κεραμική, ενώ συνήθως τα γράμματα αποδίδονταν με χρώμα. Έχουν σωθεί ελάχιστα παραδείγματα, στα οποία η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται για την απόδοση γραμμάτων.[16] Σε δημόσιες επιγραφές μνημειακού χαρακτήρα της ρωμαϊκής περιόδου, όταν ο χαλκός ήταν σε αφθονία, εμφανίζεται η πρακτική να προσαρμόζονται γράμματα από μέταλλο σε ειδικές οπές στην επιφάνεια του λίθου (inscriptiones caelatae). Ορισμένες φορές ακολουθούσε και διαδικασία επιχρύσωσης ή επαργύρωσης των γραμμάτων. Σήμερα, αυτά τα μεταλλικά γράμματα έχουν χαθεί στις περισσότερες περιπτώσεις και παραμένουν ορατές μόνο οι οπές στήριξής τους στον λίθο.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί η περίπτωση γραμμάτων σχεδιασμένων σε μήτρα από την οποία δημιουργείται το ενεπίγραφο μεταλλικό συνήθως αντικείμενο (π.χ. ενεπίγραφα βλήματα σφενδόνης, βέλη) στην επιφάνεια του οποίου τα γράμματα αποδίδονται έκτυπα. Επίσης, στα νομίσματα τα γράμματα έχουν χαραχθεί στις μήτρες/σφραγίδες που χρησιμοποιούνται για την κοπή του νομίσματος (το πέταλο, ένα κομμάτι μετάλλου, τοποθετείται στη στερεωμένη σε άκμονα μήτρα του εμπροσθότυπου και η μήτρα του οπισθότυπου με χτύπημα αποτυπώνεται στην άλλη όψη του μετάλλου).
Τα εργαλεία[17] του επαγγελματία χαράκτη μιας επιγραφής ήταν όμοια με αυτά που χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία του λίθου και του μετάλλου και τα οποία ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται από τους αντίστοιχους τεχνίτες. Βασικά εργαλεία για τη χάραξη των γραμμάτων ήταν κυρίως κοπίδια με ευθεία αλλά και κυκλική ή καμπύλη απόληξη, λεπτά βελόνια και καλέμια με μυτερή απόληξη, τρυπάνια και διαβήτες [18a]. Οι διαφορές τόσο στην επιλογή των εργαλείων όσο και στον τρόπο χρήσης τους οφείλονταν στις συγκεκριμένες τεχνικές,[18] ανάλογα με το προς χάραξη αντικείμενο, την εποχή, την περιοχή, τον χαράκτη ή ακόμα και το είδος των επιγραφών. Αρχικά χρησιμοποιούν εργαλεία για την κατεργασία της επιφάνειας του λίθου: βελόνι με αιχμηρή απόληξη για την αρχική επεξεργασία, εργαλεία με πλατιά άκρη και με οδοντωτή ή ίσια απόληξη για την κατεργασία και τελική λείανση της επιφάνειας (φαγάνα: τραχεῖα χαρακτή ξοΐς, λάμα: ξοΐς ἀρτίστομος και λίστρον), άλλα με λεπτότερη απόληξη για την απόδοση των λεπτομερειών ή των γραμμάτων (καλέμι: γλυφίς, σμίλη και γλωσσάκι: κολαπτήρ [29]) και διαβήτη ή τρυπάνι για τη χάραξη των στρογγυλών γραμμάτων (τρυπάνι: τρύπανον, τέρετρον, ἀρίς). Το πιο συνηθισμένο εργαλείο για τη χάραξη των γραμμάτων ήταν ο κολαπτήρας, ενώ η γραφίδα (γραφίς), εργαλείο με αιχμηρή απόληξη, προοριζόταν για γραφή σε μαλακό υλικό ή πάπυρο. Στις επιγραφές η διαδικασία της χάραξης των γραμμάτων αποδίδεται με τον όρο ἐγκόλαψις, ενώ μαρτυρείται και η λέξη πετροκόλαπτον για το χαραγμένο κείμενο (SEG XXXII 896), λέξεις που παράγονται από το αντίστοιχο εργαλείο χάραξης.
Η βασική χάραξη των ευθύγραμμων κεραιών των γραμμάτων γινόταν κυρίως με την πεπλατυσμένη άκρη του κοπιδιού, το οποίο χρησιμοποιούσαν με δύο τρόπους ανάλογα με το υλικό του φορέα γραφής, το μέγεθος των γραμμάτων και του κειμένου και το προσωπικό στυλ του χαράκτη. Χτυπούσαν κάθετα προς την επιφάνεια το κοπίδι μία μόνο φορά, χρησιμοποιώντας συνήθως ένα μικρότερου και ένα μεγαλύτερου πλάτους κοπίδι, και επομένως οι κεραίες των γραμμάτων είχαν συγκεκριμένο μέγεθος (4 και 7 χιλιοστά περίπου). Η τεχνική αυτή μπορούσε να εφαρμοστεί τόσο σε λίθο όσο και σε μέταλλο κυρίως για γράμματα μικρού μεγέθους και είναι πολύ συχνή στις αττικές επιγραφές της κλασικής εποχής. Διαφορετική είναι η τεχνική όταν χάραζαν συνεχόμενα την κεραία του γράμματος με τη μία άκρη της πλατιάς απόληξης του κοπιδιού κρατώντας το υπό γωνία. Αυτή η δεύτερη τεχνική ενδείκνυται όταν τα γράμματα είναι μεγαλύτερου μεγέθους και ο φορέας επιγραφής χαράσσεται εύκολα, όπως π.χ. ασβεστόλιθος ή άλλο μαλακό πέτρωμα, ή όταν ο χαράκτης πιστεύει ότι ο λίθος θα καταπονηθεί από τα συνεχόμενα και δυνατά κάθετα χτυπήματα. Στις μνημειακές επιγραφές, όπου τα γράμματα είναι πολύ μεγάλα και η χάραξη βαθιά, η τεχνική διαφοροποιείται, το γράμμα χαράσσεται αρχικά και έπειτα γίνεται η βάθυνση της κάθε κεραίας. Η επιλογή ωστόσο μιας συγκεκριμένης τεχνικής δεν σχετίζεται μόνο με τις τεχνικές δυσκολίες της χάραξης αλλά ίσως οφείλεται και στις στιλιστικές επιλογές μιας συγκεκριμένης εποχής.
Ένα πρόβλημα που καλείται συχνά να λύσει ο χαράκτης είναι η χάραξη των κυκλικών γραμμάτων ή των γραμμάτων με καμπύλα μέρη, το οποίο ο χαράκτης αντιμετωπίζει με δύο τρόπους: είτε χρησιμοποιεί ειδικό εργαλείο (κοπίδι με κυκλική ή ημικυκλική απόληξη, διαβήτη ή τρυπάνι με τριπλή απόληξη) είτε χαράσσει συνεχόμενα, χρησιμοποιώντας απλώς τη γωνία του κοπιδιού, με αποτέλεσμα ο κύκλος συχνά να είναι περισσότερο ή λιγότερο κανονικός, ανάλογα με την τεχνική επιδεξιότητα του χαράκτη και με το αν το κυκλικό γράμμα είχε σχεδιαστεί από πριν. Ορισμένοι χαράκτες λύνουν το πρόβλημα τόσο στο μέταλλο όσο και στον λίθο με όχι τόσο επιτυχημένο τρόπο, επιλέγοντας να χαράξουν τα κυκλικά γράμματα διαφορετικά από τα υπόλοιπα, χρησιμοποιώντας επάλληλες στιγμές. Επίσης, η αντικατάσταση των κυκλικών και καμπύλων κεραιών των γραμμάτων με ρόμβο ή γωνία αποτελεί κάποιες φορές προσπάθεια επίλυσης αυτής της τεχνικής δυσκολίας, αν και συχνά είναι αποτέλεσμα στιλιστικής επιλογής.
Η επαγγελματική χάραξη των επιγραφών ήταν χρονοβόρα, απαιτητική και πολυδάπανη εργασία, γι’ αυτό γινόταν συνήθως πολύ προσεκτικά, αφού τυχόν λάθη ή αβλεψίες δεν ήταν εύκολο να διορθωθούν. Για να αποφύγουν τέτοια λάθη κατά τη χάραξη, πολλές φορές οι χαράκτες σχεδίαζαν πρώτα τα γράμματα με χρώμα ή κάρβουνο ή τα χάρασσαν πολύ επιφανειακά και κατόπιν προχωρούσαν στην κανονική χάραξη ακολουθώντας το αρχικό σχέδιο. Συχνά για λόγους αισθητικής απεικόνισης αλλά και σωστής εκμετάλλευσης του χώρου στην επιφάνεια γραφής, χάρασσαν ή χρωμάτιζαν παράλληλες ευθείες ως οδηγούς, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο να χαράξουν σε λίθο μια δημόσια ή ιδιωτική επιγραφή πολλών στίχων. Αυτή η χάραξη οδηγών είναι συνήθως αβαθής και στην αρχαιότητα δεν ήταν εύκολα ορατή μετά τον επιχρωματισμό των γραμμάτων. Υπάρχουν και παραδείγματα όπου μια στήλη φέρει χαραγμένες τις βοηθητικές ευθείες-οδηγούς, χωρίς όμως τελικά να έχει πραγματοποιηθεί η χάραξη για άγνωστους λόγους. Το γεγονός αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι η προετοιμασία λίθων που προορίζονταν για χάραξη, η οποία περιελάμβανε και την εκ των προτέρων χάραξη οδηγών, γινόταν μαζικά.[19] Μερικές φορές, εκτός από τις παράλληλες οριζόντιες ευθείες, χάρασσαν και μία κάθετη κεραία στη μία άκρη της επιφάνειας γραφής για τη στοίχιση των γραμμάτων.[20]
Στις επιγραφές σε λίθο τα γράμματα επιχρωματίζονταν μετά τη χάραξή τους, για να είναι ευδιάκριτα και αναγνώσιμα από κάποια απόσταση αλλά και για λόγους αισθητικής [12]. Σε πολλές επιγραφές σώζονται ακόμα ίχνη χρώματος στο εσωτερικό των χαραγμένων γραμμάτων. Για τον επιχρωματισμό χρησιμοποιούσαν διάφορα χρώματα, κυρίως όμως κόκκινο ή μαύρο, ενώ σε ορισμένες επιγραφές υπήρχε και συνδυασμός διαφορετικών χρωμάτων. Δεν είναι βέβαιο ποια ακριβώς μέθοδο χρησιμοποιούσαν για τη χρωματική απόδοση των γραμμάτων αλλά αυτή προφανώς δεν διέφερε από την αντίστοιχη μέθοδο της γραπτής διακόσμησης σε λίθο ή ξύλο.
Επιγραφικές και λογοτεχνικές πηγές μαρτυρούν και τη χρήση της εγκαυστικής μεθόδου για τον επιχρωματισμό των γραμμάτων, η οποία εφαρμοζόταν και στη γραπτή διακόσμηση αρχιτεκτονικών μελών, αγαλμάτων και ξύλινων αντικειμένων. Στην εγκαυστική μέθοδο τα χρώματα αναμιγνύονται με κερί και μετά την εφαρμογή στην επιφάνεια με ειδικό εργαλείο (ἐγκαυστήρ) θερμαίνονται, ώστε να λιώσει το κερί, να σταθεροποιηθεί το χρώμα και να αποκτήσει στιλπνότητα [28a, 28b]. Παρόλο που υπάρχουν επιγραφικές μαρτυρίες για τη χρήση της εγκαυστικής, δεν είναι γνωστό πόσο διαδεδομένη ήταν αυτή η μέθοδος και αν εφαρμόστηκε μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές και χρονικές περιόδους. Η εγκαυστική δεν ήταν ο μόνος τρόπος χρωματικής απόδοσης των γραμμάτων και ο χρωματισμός γινόταν και με απλή εφαρμογή του χρώματος με πινέλο. Έχουν σωθεί επιγραφές στις οποίες τα γράμματα αποδίδονται μόνο με χρώμα, χωρίς χάραξη, πιθανόν για λόγους οικονομίας, επειδή η χάραξη κόστιζε περισσότερο, ενώ ορισμένες φορές διόρθωναν με χρώμα τα λάθη στη χάραξη των κεραιών των γραμμάτων. Ο κόσμος των επιγραφών στην αρχαιότητα ήταν ένας κόσμος έγχρωμος με τα χρωματισμένα γράμματα να προσελκύουν το βλέμμα του περαστικού. Το αισθητικό και οπτικό αποτέλεσμα των ενεπίγραφων λίθινων αντικειμένων, στηλών και δομικών στοιχείων σε τοίχους δημοσίων κτιρίων ήταν στην αρχαιότητα εντελώς διαφορετικό από την ομοιόμορφη και άχρωμη εμφάνιση των επιγραφών σήμερα.
[1] Για επιγραφές σε λίθο και άλλα αντικείμενα βλ. Cook 1987, 20 ̶ 61.
[2] Για ενεπίγραφους οστέινους αστράγαλους βλ. Amandry 1984, 370 ̶ 75.
[3] Η Guarducci (2008, 318 ̶ 19 και πίν. VII) σχολιάζει την αναθηματική επιγραφή σε ξύλινο πίνακα από το σπήλαιο Πιτσών, δυτικά της Σικυώνας [51].
[4] Τέτοιες ξύλινες πινακίδες παραπέμπουν πιθανότατα στον πτυκτό πίνακα του Ομήρου (Ζ 169) [41] και απεικονίζονται σε αγγεία της κλασικής εποχής. Εκτός από το εύρημα στο ναυάγιο του Ulu Burun [32a, 32b, 32c] του 1300 π.Χ., μία τέτοια πινακίδα βρέθηκε και στο σπήλαιο της Ινάτου στην Κρήτη, για την οποία βλ. Papasavvas (2003, 73‒76: για τη χρονολόγηση της πινακίδας και των ευρημάτων από την Ίνατο, και 76‒83: για τη χρήση των ξύλινων πινακίδων στην αρχαιότητα). Επίσης, για τις ξύλινες πινακίδες στη ρωμαϊκή εποχή βλ. Cooley 2012, 73 ̶ 82 και εικ. 1.21 ̶ 23.
[5] Για την πρακτική αυτή κατά τη ρωμαϊκή περίοδο βλ. Cooley 2012, 73 ̶ 75 και εικ. 1.21.
[6] Robert 1981, 24 ̶ 25.
[7] Ο Davies (2011, 1 ̶ 35) συζητά όλες τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη μορφή και τη χρησιμότητα των ἀξόνων και των κύρβεων και προτείνει το σχήμα, το υλικό και τον σκοπό της αναγραφής νομικών κειμένων στο κάθε αντικείμενο με βάση λογοτεχνικές και επιγραφικές πηγές.
[8] Για τη χρήση φύλλων στον οστρακισμό βλ. Aidoni & Tsouli 2001, 70 και Pinney & Hamilton 1982, για πιθανή αναπαράσταση σε αμφορέα της χρήσης φύλλων σε ψηφοφορία [31]. Βλ. επίσης Διόδωρος 11.87.1.4 ̶ 5 και Αισχίνης 1 σχόλιο 111.
[9] IG II2 1514, col. II.1.7 ̶ 9.
[10] Ο McLean (2002, 5 ̶ 14) περιγράφει τα στάδια από την εξόρυξη του λίθου και την κατεργασία του μέχρι τη χάραξη της επιγραφής και τη σχετική βιβλιογραφία. Βλ. και Ορλάνδος 1955, 1958.
[11] Κριτζάς 2013, 279.
[12] Στα αγγλικά χρησιμοποιείται ο όρος incised γενικά για τις εγχάρακτες επιγραφές, graffiti για αβαθείς πρόχειρες χαράξεις και engraved για επαγγελματική χάραξη σε λίθο. Για τον όρο graffiti που χρησιμοποιείται για τα πρόχειρα, ανεπίσημα χαράγματα, κείμενα, σύμβολα ή και εικόνες, σε όστρακα, αγγεία ή τοίχους κτιρίων, ανάλογα με το συμφραστικό τους πλαίσιο βλ. Μεθώνη Πιερίας Ι, 309 με βιβλιογραφία.
[13] Για τις γραπτές επιγραφές χρησιμοποιείται και ο όρος dipinto/dipinti.
[14] Ο Helly (1996,79 ̶ 82) αναφέρει ότι οι επιγραφές στις επιτύμβιες στήλες της Δημητριάδος, όταν δεν είναι εγχάρακτες, είχαν πιθανόν αποδοθεί με χρώμα και αναλύει τις τεχνικές χρωματισμού.
[15] Ο Κριτζάς (2013, 279 και 282) αποδίδει τη χρήση της έκκρουστης τεχνικής στις ενεπίγραφες χάλκινες πινακίδες του Άργους στην προσπάθεια αποφυγής παραποίησης του κειμένου.
[16] Για την απόδοση με επίθετη τεχνική των διακοσμητικών μοτίβων και της υπογραφής του ζωγράφου σε λήκυθο του 390 ̶ 380 π.Χ. βλ. Cohen 2006, 141, αρ. 37.
[17] Για τα εργαλεία και τις τεχνικές της γλυπτικής στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο βλ. Adam 1966. Βλ. επίσης Πίκουλας 2006, 63.
[18] Οι Casson 1935 και 1937, Raubitschek 1951, Higgins and Pritchett 1965 και Blagg 1976 αναφέρονται σε τεχνικές και χρήση συγκεκριμένων εργαλείων για τη χάραξη γραμμάτων.
[19] McLean 2002, 9.
[20] Κριτζάς 1992, 398 ̶ 399.