Η ιδιαιτερότητα των επιγραφών, οι οποίες αποτελούν πρωτότυπα αρχαία κείμενα, ενώ ταυτόχρονα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τον φορέα γραφής, καθιστά απαραίτητη την έκδοσή τους με συγκεκριμένες εκδοτικές συμβάσεις. Η επιγραφική έκδοση σε συνδυασμό με το έκτυπο, τη φωτογραφία και το σχέδιο (αν είναι απαραίτητο) δίνουν την πληρέστερη δυνατή εικόνα της επιγραφής και επιτρέπουν την ορθή χρήση του κειμένου ως πηγής αλλά και πιθανές διαφορετικές συμπληρώσεις ή διορθώσεις με βάση νέα δεδομένα ή επιγραφικά παράλληλα. Στην έκδοση μιας επιγραφής αποτυπώνεται αυτό ακριβώς που βλέπει ο μελετητής τη χρονική στιγμή που τη μελετά: το υλικό και οι διαστάσεις του αντικειμένου, η επεξεργασία του, η προετοιμασία της επιφάνειας γραφής με χάραξη οδηγών, οι πιθανές φθορές, το σχήμα των γραμμάτων της εποχής, οι επιλογές του χαράκτη, οι πιθανές μεταγενέστερες παρεμβάσεις.
Η έκδοση περιλαμβάνει δύο μέρη. Στο πρώτο αναφέρονται όλες οι αρχαιολογικές πληροφορίες για το ενεπίγραφο αντικείμενο και στο δεύτερο παρουσιάζεται η ίδια η επιγραφή, το κείμενο και οι σχετικές παρατηρήσεις και σχόλια. Το πρώτο μέρος συχνά είναι πολύ σύντομο και περιορίζεται μόνο στις απαραίτητες αρχαιολογικές πληροφορίες, αφού συνήθως οι επιγραφικές εκδόσεις επικεντρώνονται στο κείμενο. Σε ορισμένες εκδόσεις όμως μπορεί το αρχαιολογικό μέρος να είναι εκτενέστερο και να συμπεριλαμβάνει και αναλυτικό σχολιασμό του αντικειμένου, ιδιαίτερα όταν έχει ουσιαστική σημασία για την ερμηνεία της επιγραφής. Ο εκδότης της επιγραφής πρέπει να έχει ενημερωθεί βιβλιογραφικά για το αντικείμενο που φέρει την επιγραφή, αν δηλαδή αυτό έχει εκδοθεί και αν υπάρχει κάποιο παράλληλό του ίδιας εποχής από την περιοχή.
Στο δεύτερο μέρος, την έκδοση και τον σχολιασμό του κειμένου της επιγραφής ο στόχος είναι η μεταγραφή του κειμένου σε μικρογράμματη γραφή, τυχόν συμπλήρωση ή/και αποκατάσταση και η ερμηνεία του. Ο εκδότης πρέπει να αποτυπώσει τόσο τα στοιχεία της χάραξης της επιγραφής στην αρχαιότητα (π.χ. φορά γραφής, τρόπος έκθεσης του κειμένου πάνω στον φορέα γραφής, κενά, ορθογραφικές επιλογές, τυχόν λάθη ή διορθώσεις του χαράκτη) όσο και τα προβλήματα που προέκυψαν μετά τη χάραξη σχετικά με τη διατήρηση της επιγραφής και του φορέα της από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας (π.χ. κακή διατήρηση της ενεπίγραφης επιφάνειας λόγω καιρικών συνθηκών, φθορές και σκόπιμες αποξέσεις της επιφάνειας είτε κατά την αρχαιότητα είτε σε μεταγενέστερη εποχή λόγω επαναχρησιμοποίησης). Παράλληλα ο εκδότης προτείνει την κατά τη γνώμη του αρχική μορφή του κειμένου με τις κατά το δυνατόν λιγότερες και απολύτως βέβαιες προσθήκες ή αποκαταστάσεις, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι η διάκριση μεταξύ του σωζόμενου και του συμπληρωμένου προτεινόμενου κειμένου πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρη με τέτοιον τρόπο ώστε ο αναγώστης να αναγνωρίζει αμέσως ποια είναι η πραγματικά σωζόμενη μορφή του κειμένου.
Η έκδοση του κειμένου δεν αφορά μόνο την επίλυση προβλημάτων, λόγω της φθοράς του αντικειμένου, αλλά επιλύει σημαντικά ζητήματα ακόμα και για επιγραφές χωρίς φθορές και πολύ καλά διατηρημένες. Τόσο τα κειμενικά όσο και τα εξω-κειμενικά στοιχεία της επιγραφής πρέπει να αποτυπώνονται στην έκδοση για την πληρέστερη κατανόηση και του κειμένου και του αντικειμένου. Σε όλες τις εκδόσεις επιγραφών υπάρχουν απαραίτητες παρεμβάσεις του εκδότη για την απόδοση του τελικού κειμένου: δήλωση της φοράς γραφής, μεταγραφή σε μικρογράμματη γραφή, χωρισμός των λέξεων, στίξη, αποτύπωση συμβόλων, σχεδίων ή σκόπιμων κενών. Τέλος, ήδη από τη μεταγραφή σε μικρογράμματη γραφή, ο εκδότης προβαίνει σε μια πρώτη ερμηνεία του κειμένου, καθώς πρέπει να χωρίσει τις λέξεις μεταξύ τους και να προσθέσει τα σύγχρονα σημεία στίξης, εφόσον όλες οι αρχαίες επιγραφές είναι γραμμένες σε κεφαλαιογράμματη γραφή και τα σημεία στίξης χρησιμοποιούνται με πολύ διαφορετικό τρόπο από τα σημερινά τυπωμένα κείμενα, ανάλογα με την εποχή, την περιοχή, το είδος των επιγραφών και τον χαράκτη.
Η απόδοση του κειμένου της επιγραφής αποτελεί στην ουσία και το πρώτο επίπεδο ερμηνείας. Τα εκδοτικά σύμβολα δίνουν τη δυνατότητα διαχωρισμού των αντικειμενικών δεδομένων από τις υποκειμενικές ερμηνείες του μελετητή, ώστε να αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικής αναθεώρησης. Παρομοίως, όσοι επιστήμονες (επιγραφικοί, ιστορικοί, φιλόλογοι, αρχαιολόγοι κ.ά.) χρησιμοποιούν τις επιγραφικές εκδόσεις οφείλουν απαρέγκλιτα να χειρίζονται τις πληροφορίες που δίνουν οι επιγραφές με ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια και να διακρίνουν πάντοτε το αρχαίο κείμενο από τις σύγχρονες συμπληρώσεις και αποκαταστάσεις των ερευνητών.
Ακόμα όμως και όταν συμπληρωθεί και αποκατασταθεί το κείμενο, όπως είχε χαραχθεί στην αρχαιότητα ή και στις σπάνιες περιπτώσεις που η επιγραφή έχει σωθεί ακέραια και χωρίς φθορές, η ερμηνεία της επιγραφής παραμένει ένα πρόβλημα προς επίλυση. Καθώς αποτελεί τυχαίο και αποσπασματικό εύρημα ανάμεσα σε άλλα που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, η επιγραφή δεν παύει να είναι μέρος από ένα όλον που ποτέ δεν πρόκειται να συμπληρωθεί. Η λακωνικότητα, ο αφαιρετικός λόγος, οι στερεότυπες εκφράσεις και άλλα επιμέρους στοιχεία μιας επιγραφής οφείλονται στο γεγονός ότι το κοινό, στο οποίο αρχικά απευθυνόταν το κείμενο, ήταν εξοικειωμένο με τη συγκεκριμένη επιγραφική συνήθεια, η οποία όμως σήμερα πρέπει να αποκατασταθεί. Σε γενικές γραμμές, μια επιγραφή αποκρύπτει πολύ περισσότερες πληροφορίες από όσες αποκαλύπτει και ο μόνος τρόπος να γίνει κατανοητή είναι αν ενταχθεί σε ένα σύνολο παράλληλων κειμένων από τον ίδιο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και στα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα των κειμένων αυτών.