Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗΣ: ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ

Η επιγραφική είναι στην πραγματικότητα μια σύγχρονη επιστήμη, αφού μόλις τον 19ο αιώνα το αντικείμενο της μελέτης της, οι αρχαίες επιγραφές, άρχισε να αποκτά συγκεκριμένη μεθοδολογία.[1] Οι προσπάθειες για τον ενιαίο τρόπο αντιμετώπισης των επιγραφικών κειμένων, τη βελτίωση της μεθοδολογίας, τη διαμόρφωση κοινού κώδικα για τις εκδόσεις του αρχαίου κειμένου, τη σύνταξη συλλογών επιγραφών με γεωγραφική ή θεματική κατηγοριοποίηση και τη διαρκή επικαιροποίηση αυτών των συνταγμάτων επιγραφών συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η επιγραφική έχει συνέχεια, καθώς το αντικείμενό της συνεχώς ανανεώνεται με νέα επιγραφικά ευρήματα. Αυτονομήθηκε επιστημονικά, όπως φαίνεται τουλάχιστον από τις εκδόσεις αποκλειστικά επιγραφών με μια ορισμένη μέθοδο, περίπου κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα αλλά ακόμα και σήμερα μένει άρρηκτα συνδεδεμένη με τις υπόλοιπες αρχαιογνωστικές επιστήμες, την αρχαιολογία, εφόσον οι φορείς γραφής αποτελούν αρχαιολογικά ευρήματα, την ιστορία, καθώς οι επιγραφές χρησιμοποιούνται ως βασική ιστορική πηγή, και τη φιλολογία, επειδή απαιτεί την έκδοση, μετάφραση και ερμηνεία κάθε είδους γραπτού κειμένου.

Ήδη από την αρχαιότητα οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς ανέφεραν στα κείμενά τους επιγραφές, αναγνώριζαν τη σημασία τους και τις χρησιμοποιούσαν ως ιστορική πηγή αλλά δεν επρόκειτο για συστηματική καταγραφή και μελέτη επιγραφών. Τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. ο Ελλάνικος από τη Λέσβο, οι ιστορικοί Ηρόδοτος [40], Θουκυδίδης, Ξενοφώντας και οι ρήτορες, όπως ο Ανδοκίδης, ο Ισοκράτης και ο Δημοσθένης,  χρησιμοποίησαν στο έργο τους επιγραφές. Ο Αριστοτέλης άντλησε πληροφορίες για το έργο του από τους δημοσιευμένους σε λίθινες στήλες επίσημους καταλόγους των δραματικών αγώνων. Ο αθηναίος Φιλόχορος (τέλη 4ου – αρχές 3ου αιώνα π.Χ.) συνέγραψε τα Επιγράμματα Αττικά και ο μακεδόνας Κρατερός το Περί ψηφισμάτων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που αναγνώρισαν την αξία των επιγραφών ήταν ο αθηναίος Διόδωρος (Περί μνημάτων), ο Αριστόδημος (Περί των θηβαϊκών επιγραμμάτων), ο Αλκέτας (Περί των εν Δελφοίς αναθημάτων), ο Μενήτωρ, ο Νεοπτόλεμος, ο Ηλιόδωρος (Περί των Αθήνησι τριπόδων) και κυρίως ο Πολέμων από το Ίλιον (2ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος περιηγήθηκε και ασχολήθηκε επισταμένως με τις επιγραφές και τη μελέτη τους και γι’ αυτό ονομάστηκε στηλοκόπας (άπληστος για στήλες).[2] Καθώς τα σχετιζόμενα με τις επιγραφές έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων δεν έχουν σωθεί, η πολυτιμότερη σωζόμενη λογοτεχνική πηγή για τις αρχαίες επιγραφές παραμένει ο Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος στο έργο του Ελλάδος Περιήγησις συγκεντρώνει, καταγράφει και συχνά σχολιάζει πολλά ενεπίγραφα μνημεία της αρχαιότητας.[3]

Κατά τη βυζαντινή περίοδο πολλοί λόγιοι συνέλεξαν επιγραφές, μεταξύ των οποίων σπουδαιότερος ήταν ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης από την Αλεξάνδρεια (6ος αιώνας μ.Χ.). Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί κατά πόσον οι ανθολογίες ελληνικών επιγραμμάτων (με την έννοια του γραμματειακού είδους και όχι με την έννοια της επιγραφής που είχε η λέξη στην αρχαιότητα) βασίστηκαν σε αντίστοιχα επιγράμματα σε λίθο. Ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς ενσωμάτωσε μια συλλογή επιγραμμάτων σε λίθο, που του είχε παραχωρήσει ο Μάγιστρος Γρηγόριος, στη, χαμένη σήμερα, θεματική ανθολογία επιγραμμάτων του (αρχές 10ου αιώνα μ.Χ.), στην οποία βασίστηκε η Παλατινή Ανθολογία.

Στην Ευρώπη εμφανίζονται συλλογές επιγραφών από τον 9ο και 10ο αιώνα και τον 14ο αιώνα ο Nicolὸ de Niccoli αντέγραψε με κεφαλαιογράμματη γραφή ελληνικές και λατινικές επιγραφές. Ο Κυριακός ο Αγκωνίτης (Ciriaco de Pizzicolli, 15ος αιώνας), έμπορος και περιηγητής, γνωστός εξαιτίας του ζήλου του για τα αρχαία μνημεία και ως antiquarius, είχε μια μεγάλη συλλογή επιγραφών. Το χαμένο έργο του, ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο, περιελάμβανε πολλά αρχαία μνημεία και χιλιάδες ελληνικές και λατινικές επιγραφές, χωρίς όμως να αποτελεί συστηματική καταγραφή και έκδοση επιγραφών. Στο τέλος του 16ου αιώνα ο Ολλανδός Martinus Smetius προχώρησε σε μια συλλογή επιγραφών με ιδιαίτερη επιμέλεια και συστηματική ταξινόμηση σε κατηγορίες ανάλογα με το περιεχόμενό τους και την ίδια κατηγοριοποίηση ακολούθησαν αργότερα οι Janus Gruter και Joseph Scalliger. Στο τέλος του 17ου αιώνα εκδηλώθηκε έντονο ενδιαφέρον από περιηγητές για την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία και υπήρξαν μεμονωμένες προσπάθειες συλλογής και έκδοσης επιγραφών, μεταξύ άλλων και αυτή της Γαλλικής Ακαδημίας που έστειλε στην Ελλάδα τον Michel Fourmont. O Francesco Scipione Marchese di Maffei προσπάθησε το 1732 να συγκεντρώσει σε ένα ενιαίο έργο, το οποίο δεν εκδόθηκε τελικά, τις διασκορπισμένες επιγραφές και προχώρησε για πρώτη φορά στον διαχωρισμό μεταξύ ελληνικών και λατινικών επιγραφών. Ιδιαίτερα σημαντική και καθοριστική συμβολή στην επιστήμη της επιγραφικής ήταν το έργο του Γάλλου Jean Antoine Letronne για την έκδοση, την κριτική επεξεργασία και αποκατάσταση των ελληνικών και λατινικών επιγραφών της Αιγύπτου (1842 και 1848).

Ωστόσο, η πρώτη μεθοδική συλλογή και έκδοση των ελληνικών επιγραφών με γεωγραφική κατάταξη έγινε από τον θεμελιωτή της σύγχρονης ελληνικής Επιγραφικής, τον Augustus Boeckh, στην Ακαδημία του Βερολίνου με το μεγαλεπήβολο για την εποχή έργο CorpusInscriptionumGraecarum (CIG, Σύνταγμα ελληνικών επιγραφών) σε τέσσερις τόμους (με αρχικούς εκδότες: 1828 και 1843 τον Boeckh, 1853 τον Johannes Franz, 1859 τους Ernst Curtius και Adolf Kirchhoff, και 1887 τον Hermann Roehl για τους indices/πίνακες). Μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου η Ακαδημία του Βερολίνου με εκδότη τον Kirchhoff προχώρησε στην έκδοση του CorpusInscriptionumAtticarum (Σύνταγμα αττικών επιγραφών) και αργότερα στο CorpusInscriptionumGraecarum(Σύνταγμα ελληνικών επιγραφών) για τις ελληνικές επιγραφές της Δύσης. Το έργο αυτό μετονομάστηκε σε InscriptionesGraecae (IG, Ελληνικές επιγραφές), όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του επιγραφικού έργου της Ακαδημίας του Βερολίνου ο Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff το 1902: οι τόμοι απέκτησαν ενιαία αρίθμηση και σε καθένα χωριστά συγκεντρώθηκαν οι επιγραφές μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής του ελληνικού κόσμου με εισαγωγή, ιστορικές μαρτυρίες, ευρετήρια, πλήρεις γλωσσικούς καταλόγους και βιβλιογραφία. Ο Wilamowitz δημιούργησε και επιγραφικό αρχείο στην Ακαδημία του Βερολίνου, με έκτυπο και φωτογραφία των επιγραφών, στο οποίο η πρόσβαση για τους ερευνητές είναι ελεύθερη έτσι ώστε να υπάρχει δυνατότητα για μελλοντικές διορθώσεις. Η Ακαδημία του Βερολίνου συνεχίζει μέχρι σήμερα την έκδοση και επανέκδοση επιγραφών σε corpora/συντάγματα από τις περιοχές της Ελλάδας.

Παράλληλα, από το τέλος του 19ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα, υπήρξαν και άλλες επιγραφικές εκδόσεις, όπως η συλλογή των επιγραφών του Βρετανικού Μουσείου από τον Charles Thomas Newton, η έκδοση των ελληνικών και λατινικών επιγραφών του Εύξεινου Πόντου από τον Vasilii Latyshev, η συλλογή και έκδοση όλων των επιγραφών της Μικράς Ασίας (TituliAsiaeMinoris, TAM) από την Ακαδημία Επιστημών της Βιέννης, η δημοσίευση των επιγραφών της Κρήτης από την Margherita Guarducci (InscriptionesCreticae, IC). Την εκδοτική δραστηριότητα επέτεινε η αύξηση και συστηματοποίηση των ανασκαφικών εργασιών στις αρχές του 20ου αιώνα. Αξίζει να αναφερθούν οι δημοσιεύσεις των επιγραφών από τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον Κεραμεικό (Kerameikos. ErgebnissederAusgrabungen) και στην Ολυμπία (InschriftenvonOlympia, IvO) και της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στους Δελφούς (FouillesdeDelphes, tome III) και στη Δήλο (InscriptionsdeDélos). Η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή δημοσιεύει επιγραφές από τις ανασκαφές της στην Αγορά της Αθήνας και στην Αττική ευρύτερα και εκδίδει το περιοδικό Hesperia (από το 1939).

Η πληθώρα του νέου επιγραφικού υλικού και η ανάγκη για αναθεώρηση και συμπλήρωση των παλαιότερων εκδόσεων οδήγησε στη δημιουργία δύο βιβλιογραφικών εργαλείων μέσω των οποίων κοινοποιείται η δημοσίευση ανά γεωγραφική περιοχή νέων επιγραφών με το αρχαίο κείμενο, ή η διόρθωση και συμπλήρωση παλαιότερων εκδόσεων επιγραφών με βελτιώσεις και βιβλιογραφική ενημέρωση.[4] Το Revuedes ÉtudesGrecques (REG) δημοσιεύει από τον πρώτο τόμο (1888) ένα Bulletin Épigraphiqueμε εκδότη αρχικά τον Bernard Haussoullier και αργότερα μεταξύ άλλων τους Théodore Reinach, Pierre Roussel, Robert Flacelière, Jeanne και Louis Robert και σήμερα πλειάδα ερευνητών.[5] Tο SupplementunEpigraphicumGraecum (SEG, στο Leiden από το 1923) εκδίδεται αρχικά από τον Jacob Johannes Hondius, και αργότερα τον Arthur Geoffrey Woodhead, τον Ronald S. Stroud, τον Angelos Chaniotis, τον Rolf Tybout και ομάδα επιγραφικών.[6] Τέλος, από τον 4ο τόμο του περιοδικού Kernos το 1991 και εξής συμπεριλαμβάνεται συστηματικά το Επιγραφικό Δελτίο Ελληνικής Θρησκείας (EpigraphicBulletinofGreekReligion, EBGR) με συντάκτη τον Chaniotis και ομάδα επιγραφικών, όπου παρουσιάζονται οι νέες επιγραφές και εκδόσεις τους που αφορούν κάθε είδους θέματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.[7]

Στην Ελλάδα υπήρξαν μεμονωμένες καταγραφές επιγραφών από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα αλλά ουσιαστικό ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες επέδειξε για πρώτη φορά ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος ανέθεσε στον ιστοριοδίφη Ανδρέα Μουστοξύδη τη συλλογή αρχαιοτήτων και επιγραφών για το νεοϊδρυθέν πρώτο μουσείο του ελληνικού κράτους στην Αίγινα (1829). Από το 1834, μετά την ψήφιση του νόμου για την προστασία των αρχαιοτήτων και την ίδρυση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (1837), ο Κυριακός Πιττάκης (1798-1863) πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, περισυνέλεξε και εξέδωσε χιλιάδες ελληνικές επιγραφές (ο ίδιος αναφέρει 4.158) και ήταν βασικός συνεργάτης της Αρχαιολογικής Εφημερίδος από την έκδοσή της το 1837. Ο Πιττάκης δεν ήταν μόνο ο πρώτος έλληνας αρχαιολόγος αλλά μπορεί να θεωρηθεί και ο πρώτος έλληνας επιγραφικός. Στο έργο του LancienneAthènes (1835) δημοσίευσε και πολλές αττικές επιγραφές. Ανάμεσα στους λιγοστούς που δημοσίευσαν επιγραφές το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Ιωάννης Οικονομίδης και κυρίως ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος δημοσίευσε 2.490 επιγραφές από όλη την ελληνική επικράτεια και συνέγραψε το πρώτο εγχειρίδιο επιγραφικής (1888) στα ελληνικά. Ίσως ο σημαντικότερος επιγραφικός του 19ου αιώνα για το πλήθος, την επιστημονική μέθοδο και ακρίβεια των δημοσιεύσεών του είναι ο μαθητής του Boeckh, Στέφανος Κουμανούδης. Ο Κουμανούδης επέλεξε να δημοσιεύει το κείμενο των επιγραφών με πεζά και όχι με κεφαλαία γράμματα, ενώ χαρακτηριστική είναι η άποψή του για τη συμπλήρωση των επιγραφών, η οποία θεωρεί ότι πρέπει να γίνεται μόνο όταν είναι βέβαιη και αναγκαία, αλλιώς αποτελεί κενή επίδειξη ευφυΐας. Από το 1883 επανεκδίδεται η Αρχαιολογική Εφημερίς και δημοσιεύουν σ’ αυτήν επιγραφές πολλοί αρχαιολόγοι και ειδικοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων οι Παναγιώτης Καββαδίας, Ανδρέας Σκιάς, Ιωάννης Σβορώνος, Στέφανος Ξανθουδίδης, Ιωάννης Χατζιδάκις, Χρίστος Τσούντας, Αλέξανδρος Κοντολέων, Αλέξανδρος Μελετόπουλος.

Με την ίδρυση του Επιγραφικού Μουσείου (1885) βρήκε στέγη αρχικά η συλλογή επιγραφών του Κυριακού Πιττάκη, οι επιγραφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας και οι επιγραφές από τις ανασκαφές της Ακροπόλεως, ενώ το μουσείο σταδιακά εμπλουτίστηκε και με επιγραφές από άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι διευθυντές του, Habbo G. Lolling, Βασίλειος Λεονάρδος, Αντώνιος Κεραμόπουλος, Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, Μάρκελλος Μιτσός, Κωνσταντίνα Πέππα-Δελμούζου, Χαράλαμπος Κριτζάς αλλά και ο Απόστολος Σ. Αρβανιτόπουλος, ο Γεώργιος Οικονόμος, ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Νικόλαος Κοντολέων και πολλοί άλλοι αρχαιολόγοι εξέδωσαν αρκετές επιγραφές. Ο Λεονάρδος συνέβαλε ουσιαστικά στην έκδοση των αττικών κυρίως επιγραφών στη σειρά InscriptionesGraecae και στην οργάνωση και κατάταξη των επιγραφών στο Επιγραφικό Μουσείο [53].

Κατά τον πρώτο αιώνα ύπαρξης της επιγραφικής επιστήμης δεν υπήρχαν ελληνικά αμιγώς επιγραφικά περιοδικά. Οι επιγραφές δημοσιεύονταν σε βιβλία που αφορούσαν κυρίως συλλογές και εκδόσεις αρχαιολογικών μνημείων, στο Αρχαιολογικό Δελτίο και στην Αρχαιολογική Εφημερίδα. Ο Κουμανούδης με τον Ευθύμιο Καστόρχη εξέδωσαν το περιοδικό Αθήναιον (1872-81), στο οποίο δημοσιεύτηκαν από τον Κουμανούδη και επιγραφές και αργότερα ο Στέφανος Ν. Κουμανούδης με τον Οικονομίδη το Νέον Αθήναιον (1955-66). Ο Αρβανιτόπουλος εξέδωσε το περιοδικό Πολέμων (1929-1966), του οποίου την έκδοση συνέχισε ο Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός.

 

O Στέφανος Ν. Κουμανούδης, εγγονός του Στέφανου Κουμανούδη, ίδρυσε την Ελληνική Επιγραφική Εταιρεία (1985) για τη διδασκαλία και τη διάδοση της επιγραφικής επιστήμης και για την προώθηση επιγραφικών εκδόσεων. Έκδοση της Ελληνικής Επιγραφικής Εταιρείας από το 1989 αποτελεί το επιγραφικό περιοδικό Horos, που ίδρυσαν το 1982 οι Άγγελος Ματθαίου, Γιάννης Πίκουλας και Άρης Τσαραβόπουλος, οι οποίοι μάλιστα οργάνωσαν και οργανώνουν φροντιστήρια επιγραφικής στους χώρους της Εταιρείας. Η Ελληνική Επιγραφική Εταιρεία εκδίδει επίσης και το ηλεκτρονικό περιοδικό Grammateion από το 2012, που δημοσιεύει άρθρα σχετικά με τις επιγραφές, την αρχαία τοπογραφία και ιστορία (διευθυντής σύνταξης: Άγγελος Ματθαίου).

Ωστόσο, από τα μέσα του 20ού αιώνα παρουσιάζεται μια φθίνουσα πορεία στις επιγραφικές σπουδές. Οι σπουδαίοι επιγραφικοί του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίοι ήταν αφοσιωμένοι στο έργο της συλλογής και δημοσίευσης των επιγραφών δεν βρήκαν συνεχιστές. Βέβαια, πολλοί αρχαιολόγοι ασχολούνται με τη δημοσίευση επιγραφών ως πάρεργο παράλληλα με το υπόλοιπο αρχαιολογικό, ανασκαφικό και ερευνητικό τους έργο (ενδεικτικά αναφέρονται οι: Ιωάννης Παπαδημητρίου, Ιωάννης Θρεψιάδης, Νικόλαος Κοντολέων, Ευθύμιος Μαστροκώστας, Φώτης Πέτσας, Χαράλαμπος Μακαρόνας, και υστερότερα Βασίλειος Πετράκος, Μανόλης Ανδρόνικος, Πέτρος Θέμελης, Ιωάννης Τουράτσογλου, Δημήτριος Παντερμαλής, Γεώργιος Σταϊνχάουερ, Αθανάσιος Τζαφάλιας και ως επιγραφικοί οι: Μάρκελλος Μιτσός, Κωνσταντίνα Πέππα-Δελμούζου, Χρίστος Πέτρου-Μεσογείτης, Σεραφείμ Χαριτωνίδης). Τα αίτια αυτής της ασυνέχειας εντοπίζει εύστοχα ο Άγγελος Ματθαίου[8] στις αυξημένες υποχρεώσεις των Ελλήνων αρχαιολόγων και στη στροφή του ενδιαφέροντός τους στην ιστορία της αρχαίας τέχνης και την προϊστορία, στην απουσία συστηματικής διδασκαλίας της Επιγραφικής στα ελληνικά πανεπιστήμια με λίγες εξαιρέσεις, και στην έλλειψη στήριξης από την πολιτεία, η οποία δεν δίνει τη δέουσα σημασία στο επιγραφικό έργο. Έτσι, παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο, στην Ελλάδα, που είναι ο κύριος φυσικός χώρος των επιγραφών, να μην υπάρχει ένα οργανωμένο σύστημα υποστήριξης της επιγραφικής επιστήμης και των επιγραφικών εκδόσεων. Η επιγραφική ως επιστήμη απουσιάζει τελείως ακόμα και ως αναφορά από την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν γίνεται συστηματική διδασκαλία σε όλα τα πανεπιστημιακά Τμήματα Φιλολογίας και Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Αξίζει να τονιστεί ότι η Επιγραφική διδάσκεται στις Φιλοσοφικές Σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων (στο Πανεπιστήμιο Αθηνών: Σοφία Ανεζίρη, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Εμμανουήλ Βουτυράς, Παντελής Νίγδελης, Γιάννης Ξυδόπουλος, Γιάννης Τζιφόπουλος, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: Βασιλεία Κοντορίνη, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης: Δημήτρης Μποσνάκης, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο: Ηλίας Σβέρκος) αλλά δεν έχει γίνει κατανοητή η αναγκαιότητα της επιγραφικής παιδείας για τους μελλοντικούς φιλολόγους, ιστορικούς και αρχαιολόγους.

Επίσης, ο Τομέας Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών δραστηριοποιείται με ερευνητικά προγράμματα στη μελέτη και έκδοση συνταγμάτων επιγραφών κυρίως από τις περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης και της Αχαΐας αλλά και άλλες περιοχές με πλειάδα ερευνητών (ενδεικτικά αναφέρονται οι: Μιχάλης Σακελλαρίου, Μιλτιάδης Χατζόπουλος, Λουίζα Λουκοπούλου, Αργυρώ Τατάκη, Αθανάσιος Ριζάκης, Άννη Μιχαηλίδου, Ιωάννης Μεϊμάρης, Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου, Σοφία Ζουμπάκη, Λίνα Μενδώνη, Αντιγόνη Ζουρνατζή, Χριστίνα Κοκκινιά, Γαβριέλλα Παρισάκη, Πασχάλης Πασχίδης).

Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει ιδρυθεί το Εργαστήριο Παπυρολογίας και Επιγραφικής (ΕρΠΕ). Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο συνεργάζεται με το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου στο πρόγραμμα ΘΑΛΗΣ «Έκδοση επιγραφών και τεκμηρίωση της ιστορίας της αρχαίας Μακεδονίας». Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο έχει δημιουργήσει βάση δεδομένων για την έκδοση επιγραφών από τη Μακεδονία, την Κρήτη και άλλες περιοχές της Ελλάδας και επιδιώκει με συγκεκριμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες την επαφή των μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με την επιστήμη της επιγραφικής. Έλληνες επιγραφικοί ασχολούνται συστηματικά με την έκδοση επιγραφών και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπως ο Άγγελος Χανιώτης στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Princeton (IAS) και ο Νικόλαος Παπαζαρκάδας στο Πανεπιστήμιο του Berkeley στην Καλιφόρνια.

Σήμερα οι ανάγκες για συστηματικότερη μελέτη και συγκεντρωτικές εκδόσεις επιγραφών είναι αυξημένη. Ο όγκος του επιγραφικού υλικού και η διασπορά του σε ολόκληρη την Ελλάδα, οι χιλιάδες επιγραφές που εκτίθενται ή φυλάσσονται στις αποθήκες των αρχαιολογικών μουσείων, ένα πλήθος επιγραφικών χαραγμάτων σε κεραμική και άλλα αντικείμενα από τις περισσότερες ανασκαφές, τα οποία δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά, απαιτούν εξειδικευμένους μελετητές, εκπαίδευση νέων επιστημόνων, επιγραφικά ερευνητικά κέντρα με δυνατότητα δημοσίευσης με έναν κατά το δυνατόν ενιαίο και σύγχρονο τρόπο έκδοσης του επιγραφικού υλικού. Η έκδοση μεμονωμένων επιγραφών είναι τις περισσότερες φορές αναγκαία αλλά δεν δίνει πλήρη εικόνα των επιγραφικών ευρημάτων και των επιγραφικών συνηθειών μιας πόλης ή μιας περιοχής. Για την πληρέστερη επιγραφική εικόνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και την εξαγωγή ορθών επιστημονικών συμπερασμάτων είναι απαραίτητα τα συντάγματα (corpora) επιγραφών που καλύπτουν διαχρονικά μια ευρύτερη περιοχή ή και μέσω των οποίων οι μελετητές μπορούν να έχουν πρόσβαση σε περισσότερο υλικό.

Η πληθώρα του υλικού και ο ανεκτίμητος επιγραφικός πλούτος της Ελλάδας χρήζει μιας πιο σοβαρής και συστηματικής αντιμετώπισης. Το Επιγραφικό Μουσείο στην Αθήνα και ένα μικρό Επιγραφικό Μουσείο στη Ρόδο είναι τα μοναδικά μουσεία στην Ελλάδα που στεγάζουν αποκλειστικά επιγραφές και ενεπίγραφα αντικείμενα. Λίγες επιγραφές εκτίθενται μαζί με άλλα ευρήματα μέσα στα αρχαιολογικά μουσεία, ενώ πολλές λίθινες επιγραφές βρίσκονται εκτεθειμένες στους εξωτερικούς χώρους και πάρα πολλά ενεπίγραφα αντικείμενα από κάθε λογής υλικό φυλάσσονται στις αποθήκες των μουσείων και είναι διαθέσιμα μόνο στους μελετητές. Ιδανικός στόχος θα ήταν η δημιουργία σε ηλεκτρονική μορφή ανοιχτής πρόσβασης αρχείου επιγραφών για κάθε πόλη και περιοχή, η χρηματοδότηση για συστηματική έρευνα, καταγραφή και έκδοση των αδημοσίευτων επιγραφών, που προϋποθέτει βέβαια την εκπαίδευση νέων επιγραφικών και την επιγραφική παιδεία των αρχαιολόγων, οι οποίοι φέρουν στο φως το επιγραφικό υλικό.




[1] Για την ιστορία της επιστήμης της επιγραφικής βλ. Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός 1950, 20 ̶ 39, Πέτρου-Μεσογείτης 1961, 16 ̶ 52, Ανδρόνικος 1974, 6 ̶ 18, Klaffenbach 1989, 25 ̶ 37 και Ματθαίου 2001, 24 ̶ 25.

[2] Montanari 2013, στο λήμμα, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει τον χαράκτη, αυτόν που εγγράφει/χαράζει σε στήλες.

[3] Για τη χρήση των επιγραφών από τον Παυσανία βλ. Tzifopoulos 2013, 149 ̶ 165.

[4] Για τις λατινικές επιγραφές εκδίδεται L'Année Épigraphique: http://www.anneeepigraphique.msh-paris.fr

[8] Ματθαίου 2001.